Επειδή κάθε μαθητής είναι διαφορετικός, από τη σχολική ηλικία ως και την ενηλικίωση, διάφοροι παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν ένα παιδί στην ακαδημαϊκή επιτυχία και στην ομαλή κοινωνικοποίηση ή στην αποτυχία και στην αποκοπή από το κοινωνικό σύνολο. Τα παιδιά που εμφανίζουν ιδιαίτερα έντονες συμπεριφορές, από τα πρώτα μαθητικά χρόνια, δέχονται διαφορετική αντιμετώπιση από το σύνολο της σχολικής τάξης και αποτελούν «θέμα», κάτι που γίνεται αντιληπτό με διαφορετικό τρόπο από κάθε παιδί και αποτελεί κύριο ζητούμενο η λύση του προβλήματος, ώστε το άτομο να νικήσει, το συντομότερο δυνατό, τις δυσκολίες του και να αποκατασταθούν οι ισορροπίες μέσα στο σχολικό σύνολο της τάξης.
Έπειτα, εκτός από τον κλοιό του σχολείου, οι ίδιες αντιδράσεις μπορεί να παρατηρηθούν και στο πλαίσιο της οικογένειας. Πιο συγκεκριμένα, οι γονείς των παιδιών με κάποιες διαταραχές, αντιμετωπίζουν το κοινωνικό σύνολο αλλά και το παιδί τους με λανθασμένο τρόπο, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τις αρνητικές αντιδράσεις που τους έχει δημιουργήσει η διαταραχή του, υιοθετώντας στο παιδί αρνητικά συναισθήματα και την έννοια, ότι αποτελεί το κύριο αίτιο για αυτή την συναισθηματική κατάσταση των γονέων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που σχετίζονται με την Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, διαπιστώθηκε, ότι οι έννοιες που συμβαδίζουν με τον όρο ΔΕΠΥ σχετίζονται με το υπερκινητικό σύνδρομο, την υπερκινητική διαταραχή ή και την υπερκινητικότητα, οι οποίες συνδυάζονται με την υπερβολική ενεργητικότητα και την έλλειψη ηρεμίας σε υπερβολικό βαθμό. Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), η οποία διεθνώς είναι γνωστή ως Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD), αποτελεί μία από τις συχνότερες εμφανιζόμενες διαταραχές σε παιδιά σχολικής ηλικίας . Σύμφωνα με τον ορισμό: Η «Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα» (ΔΕΠΥ) είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή που εκδηλώνεται ως επίμονη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από απροσεξία, υπερβολική κινητική δραστηριότητα και προβλήματα στον έλεγχο της προσοχής και των παρορμήσεων, που δεν συνδυάζονται με το αναπτυξιακό επίπεδο του ατόμου, επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργικότητά του στις διαπροσωπικές σχέσεις, στο οικογενειακό, σχολικό περιβάλλον και εργασιακό περιβάλλον.
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ είναι γνωστό πως αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον τομέα της ανάπτυξης του λόγου και της ομιλίας. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η καθυστέρηση ανάπτυξης του λόγου. Ανεξάρτητα όμως από την ενδεχόμενη καθυστέρηση του λόγου, μεγάλο ποσοστό των παιδιών με ΔΕΠ-Υ εμφανίζει έντονα προβλήματα και στον προφορικό λόγο. Επίσης έχει παρατηρηθεί πώς πολλά παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα στον λόγο και την ομιλία τους είναι παιδιά που τους έχει γίνει διάγνωση ΔΕΠΥ. Στην κατανόηση του προφορικού λόγου τα παιδιά με ΔΕΠΥ δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα από τα <<φυσιολογικά>> παιδιά. Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των προβλημάτων του λόγου παίζει και η ηλικία του παιδιού. Δηλαδή όσο μεγαλύτερο είναι το παιδί τόσες λιγότερες δυσκολίες φαίνεται να αντιμετωπίζει με την ομιλία του.
Όταν τα παιδιά με ΔΕΠΥ επικοινωνούν ελεύθερα είναι πιο ομιλητικά από τα φυσιολογικά παιδιά. Ενώ όταν καλούνται να μιλήσουν σε πλαίσιο το οποίο είναι συγκεκριμένο και πρέπει να προσέχουν για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του τότε ο λόγος τους μοιάζει ανοργάνωτος, σύντομος με όχι και τόσο κανονική ροή. Όταν λοιπόν το παιδί βρίσκεται σε θέση που πρέπει να απαντήσει συγκεκριμένα ερωτήματα ή να ακολουθήσει κάποια δομημένη διαδικασία όπως είναι η περιγραφή και η αφήγηση, η ομιλία του χειροτερεύει σε αντίθεση με την ελεύθερη ομιλία. Αυτό συμβαίνει επειδή στην ελεύθερη ομιλία δεν χρειάζεται να οργανώσει την σκέψη του ούτε και να είναι πιο προσεκτικό όπως όταν καλείται να μιλήσει σε οργανωμένο πλαίσιο. Αυτό ουσιαστικά που το δυσκολεύει είναι το γεγονός ότι πρέπει να βάλει όρια το ίδιο το παιδί στον εαυτό του για να ανταπεξέλθει. Αυτές οι δυσκολίες των παιδιών με ΔΕΠΥ αποδεικνύουν πως τα προβλήματα τους δεν είναι καθαρά προβλήματα λόγου και ομιλίας αλλά σχετίζονται με πιο βαθιά αίτια που προκαλούν δυσκολίες σε άλλες ανώτερες γνωστικές λειτουργίες, οι οποίες απαιτούν οργάνωση της σκέψης και της συμπεριφοράς.
Πιο αναλυτικά, θα παρουσιαστούν παρακάτω οι δυνατότητες και τα ελλείμματα των παιδιών με ΔΕΠΥ σε κάθε τομέα του γλωσσικού συστήματος, δηλαδή στην φωνολογία, σημασιολογία, γραμματική και πραγματολογία .Οι Kim και Kaiser το 2000 εξέτασαν τις σημασιολογικές και συντακτικές ικανότητες των παιδιών αυτών τόσο στον τομέα της κατανόησης όσο και στον τομέα παραγωγής σε προφορικό και γραπτό λόγο. Το δείγμα που εξετάστηκε στην έρευνα ήταν 11 παιδιά με ΔΕΠΥ και 11 παιδιά φυσιολογικά αναπτυσσόμενα στην ίδια ηλικία. Τα αποτελέσματα έδειξαν χαμηλές επιδόσεις των παιδιών με ΔΕΠΥ στην μίμηση προτάσεων και στην άρθρωση σε σύγκριση με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά , τα οποία έδειξαν υψηλότερες επιδόσεις. Σε ότι αφορά την κατανόηση και διάκριση λέξεων και την κατανόηση γραμματικών δομών τα αποτελέσματα εμφάνισαν ίδιο επίπεδο στις δύο ομάδες παιδιών. Παρακάτω παρουσιάζονται τα ευρήματα αναλυτικά ανά τομέα.
Φωνολογία:Σύμφωνα με παρατηρήσεις κλινικών ψυχολόγων και Λογοπεδικών τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν δυσκολίες στην ικανότητα άρθρωσης και ακουστικής κατανόησης ορισμένων φωνημάτων. Για το λόγο αυτό πολλά παιδιά παρακολουθούν πρόγραμμα Λογοθεραπείας κατά την προσχολική ηλικία. Ειδικότερα τα λάθη που συναντώνται είναι: εσφαλμένη προφορά ή παράλειψη ορισμένων φωνημάτων, δυσκολία στο να προφέρουν τις λέξεις με ομαλό ρυθμό, μπορεί να αντιστρέφουν φωνήματα ή ολόκληρες συλλαβές κατά την εκφορά των λέξεων και δυσκολία στην εκφορά συμφωνικών συμπλεγμάτων και πολυσύλλαβων λέξεων.
Στα παιδιά αυτά εντοπίζεται ακόμη μία ιδιαιτερότητα που σχετίζεται με τον ρυθμό της ομιλίας τους και με την ποιότητα της φωνής τους , που διαφέρει από τα φυσιολογικά παιδιά. Υπάρχει περίπτωση να μιλούν είτε πολύ αργά είτε πολύ γρήγορα. Οι δυσκολίες των παιδιών με ΔΕΠ-Υ προσχολικής ηλικίας στην άρθρωση συνήθως κάνουν την ομιλία τους δυσκατάληπτη (δύσκολη να κατανοηθεί από τον συνομιλητή) γεγονός που προκαλεί δυσαρέσκεια στο περιβάλλον του.
Σημασιολογία:Στον τομέα της σημασιολογίας τα αποτελέσματα που έχουν βρεθεί δεν είναι ξεκάθαρα. Οι Kim και Kaiser το 2000 βρήκαν ότι τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ στην σχολική ηλικία δεν διέφεραν από τα τυπικώς αναπτυσσόμενα σε ότι αφορά την παραγωγή και την κατανόηση του λεξιλογίου.
Γραμματική:Ο τομέας της σύνταξης και της μορφολογίας σε παιδιά με ΔΕΠΥ δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Το 1998 ερευνήθηκε η ικανότητα που έχουν τα παιδιά σχολικής ηλικίας με ΔΕΠΥ να κατανοούν περίπλοκες προτάσεις. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τους Korkman, Kirk και Kemp με την κλίμακα <<κατανόησης οδηγιών>> της δοκιμασίας <<αναπτυξιακή νευροψυχολογική αξιολόγηση .Τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά είχαν εμφανώς καλύτερες επιδόσεις σε αντίθεση με τα παιδιά με ΔΕΠΥ.
Πραγματολογία:Τα παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζουν πολλές και διαφορετικές αδυναμίες στον τομέα αυτό. Ιδιαίτερα βάλλεται η ικανότητα της αφήγησης. Πιο συγκεκριμένα ,δεν μπορούν να εξάγουν το συμπέρασμα μέσα από την ανάλυση της αφήγησης και ποια γεγονότα είναι υπεύθυνα για ορισμένες εξελίξεις. Δυσκολεύονται πολύ στο να αναπαραστήσουν την ιστορία και να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα για αυτήν μέσα από την αφήγηση. Επίσης τα παιδιά με ΔΕΠΥ φαίνεται να δυσκολεύονται να καταλάβουν τα γεγονότα που συμβαίνουν στην ιστορία που τους αφηγείται. Δηλαδή δεν κατανοούν πως ένα συγκεκριμένο γεγονός επηρεάζει και αλλάζει την έκβαση μιας ιστορίας.
Στο επίπεδο της παραγωγής όπως έχει αναφερθεί παραπάνω τα παιδιά με ΔΕΠΥ μπορεί να μιλούν συνεχώς σε επίπεδο ελευθέρων συζητήσεων, ο λόγος τους όμως αλλάζει όταν πρέπει να μιλήσουν, αφού πρώτα σκεφτούν και οργανώσουν το λόγο τους προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του πλαισίου που τους έχει ζητηθεί. Ο λόγος τους τότε αλλάζει προς το χειρότερο, δηλαδή χάνει την ομαλή ροή του και γίνεται πολύ σύντομος με παύσεις. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται όταν χρειάζεται να περιγράψουν ή να αφηγηθούν ή γενικά να ανταποκριθούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Επιπλέον τα παιδιά αυτά δεν μπορούν να παραμείνουν συντονισμένοι στο θέμα συζήτησης για αρκετή ώρα και πολλές φορές μιλούν ακατάπαυστα για άσχετα θέματα, διακόπτουν τον συνομιλητή τους ή προσπαθούν με ομαλό τρόπο να αλλάξουν το θέμα συζήτησης και το φέρουν εκεί που τα ίδια επιθυμούν εκείνη την στιγμή.
Για να λυθούν κάποια ερωτήματα, που έχουν δημιουργηθεί από τα προαναφερόμενα ή από αυθαίρετες σκέψεις, κρίνεται αναγκαίο να ευαισθητοποιηθεί ο καθένας με τον δικό του σωστό τρόπο, για το δικό του παιδί ή για κάποιον δικό του ενήλικα. Οι τρόποι για περισσότερες πληροφορίες είναι πολυάριθμοι, όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου για κάποια διαταραχή στον ελεύθερο χρόνο των ενδιαφερόμενων, η αναζήτηση σε κάποια σχετική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο από έναν ανήσυχο και προβληματισμένο γονέα που διέκρινε κάποια χαρακτηριστικά στο παιδί του, τα οποία αντιστοιχούν σε κάποια από τις πολλαπλές παιδικές διαταραχές, η επίσκεψη του γονέα σε έναν ειδικό για να καταπραΰνει τις προσωπικές του ανησυχίες και μετέπειτα των υπολοίπων και ο ατομικός αναλογισμός για την κλινική εικόνα που δείχνει το κάθε παιδί .Όμως ο τρόπος προσέγγισης για την οποιαδήποτε διαταραχή, πρέπει να χαρακτηρίζεται από έννοιες που εμπεριέχουν τον σεβασμό, την υπομονή και την αγάπη.
Πηγή: eidikospaidagogos.gr