Ηπαιδική βαρηκοΐα στατιστικά εμφανίζεται στο 0,9-1,7 νεογνό ανά 100.000, ενώ στην χώρα μας κάθε χρόνο γεννιούνται 100 νεογνά με μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα και ένας μεγαλύτερος αριθμός με μικρότερου βαθμού βαρηκοΐα.
Βαρηκοΐα ονομάζεται η απώλεια της ακουστικής οξύτητας. Οφείλεται κατά 50% σε γενετικούς παράγοντες (συγγενής βαρηκοΐα από νοσήματα της εγκύου), κατά 25% σε περιβαλλοντικούς παράγοντες (επίκτητη βαρηκοΐα μετά από χρήση ωτοτοξικών φαρμάκων, ηχητικούς τραυματισμούς, λοιμώξεις) ή σε άγνωστους κατά 25%. Ανάλογα με το ανατομικό στοιχείο του αυτιού που προσβάλλεται, διακρίνεται σε βαρηκοΐα αγωγιμότητας, νευροαισθητήρια βαρηκοΐα και μικτή βαρηκοΐα.
Η επιτυχημένη αντιμετώπιση της παιδικής βαρηκοΐας στηρίζεται στην πρώιμη διάγνωση, στην οποία θεμελιώδη ρόλο έχει η οικογένεια του παιδιού που πρώτη θα αναγνωρίσει τα ύποπτα συμπτώματα και θα απευθυνθεί αμέσως στον ωτορινολαρυγγολόγο. Στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν έχει εφαρμοστεί ο έλεγχος της ακοής σε όλα τα μαιευτήρια της χώρας είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Γι’ αυτό το λόγο και ο μέσος όρος ηλικίας διάγνωσης της παιδικής βαρηκοΐας παραμένει ακόμη αρκετά υψηλός.
Είναι κοινά αποδεκτό πως η μεγαλύτερη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών συμβαίνει έως την ηλικία των 5 χρόνων. Προκειμένου όμως να μάθουν τον λόγο, τα παιδιά πρέπει να εκτίθενται σε γλωσσικό περιβάλλον, δηλαδή να ακούν την ομιλία των προσώπων του περιβάλλοντός τους, να την κατανοούν και να την αναπαράγουν. Ένα παιδί που δεν ακούει την ομιλία, δεν μπορεί να αναπτύξει λόγο. Οι επιπτώσεις του προβλήματος ακοής εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες όπως το μέγεθος του ελλείμματος, την ηλικία που εμφανίστηκε κ.α.
Υπάρχουν κάποια σημάδια που μπορεί να υποψιάσουν τους γονείς ότι το παιδί τους δεν ακούει. Αυτά είναι οι αντιδράσεις του παιδιού στους ήχους. Τους πρώτους μήνες ζωής, το φυσιολογικά ακούον βρέφος κλείνει απότομα τα βλέφαρα και μεταβάλλει την έκφραση του προσώπου του στην ακρόαση ενός ήχου. Από τους 6 μήνες και μετά, στρέφει εκούσια το κεφάλι του προς την πηγή του ήχου. Ένα βρέφος με έλλειμμα ακοής μπορεί να έχει αυτές τις αντιδράσεις σε πολύ δυνατούς ήχους (για παράδειγμα να τρομάζει σε μία πόρτα που κλείνει απότομα). Ωστόσο, αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει τους γονείς είναι αν το μωρό ακούει και το ελάχιστο που μπορεί να ακούσει ώστε να ακούει καθαρά την ομιλία των γονιών του για να μπορέσει να μάθει να μιλά. Επίσης, ένα βρέφος με φυσιολογική ακοή πρέπει να αντιδρά στο κάλεσμα του ονόματός του από απόσταση 1-2 μέτρων, να αποσπάται από το παιχνίδι του από συνηθισμένους θορύβους (π.χ. το γάβγισμα ενός σκύλου) και να βρίσκει ενδιαφέρον σε παιχνίδια που κάνουν θόρυβο (π.χ. σε μία κουδουνίστρα).
Έως την ηλικία των 2 χρόνων, ένα παιδί με πιθανή έκπτωση της ακουστικής ικανότητας, δεν προσπαθεί να μιμηθεί τις φωνές που ακούει, μιλά λιγότερο εκφωνώντας δυσδιάκριτους και μονότονους ήχους και δεν παρουσιάζει συστηματική ανάπτυξη του λεξιλογίου του (οι λέξεις ‘μαμά’ και ‘μπαμπάς’ δεν είναι αρκετές). Παιδιά 2 έως 5 ετών ύποπτα για βαρηκοΐα, μοιάζουν αφηρημένα, συχνά ρωτούν «τι» όταν τους μιλούν οι γονείς τους, δεν απαντούν όταν βρίσκονται στο διπλανό δωμάτιο και ακούν τηλεόραση σε μεγαλύτερη ένταση από τη συνηθισμένη.
Μια άλλη περίπτωση που μπορεί να ξεγελάσει τους γονείς, είναι η μονόπλευρη βαρηκοΐα, η οποία συχνά ανακαλύπτεται τυχαία. Αν το παιδί ακούει φυσιολογικά από το ένα αυτί, ενώ το άλλο αυτί είναι βαρήκοο, θα φαίνεται ότι το παιδί ακούει, ενώ στην πραγματικότητα, το ακουστικό του σύστημα θα παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα προσαρμογής. Υπάρχουν μέθοδοι εξέτασης της ακουστικής ικανότητας που δεν απαιτούν τη συνεργασία του εξεταζόμενου και επομένως, μπορούν να εφαρμοστούν σε νεογνά και σε μικρά παιδιά. Δεν χρειάζεται το παιδί να ανήκει σε ομάδα «υψηλού κινδύνου» για να πραγματοποιηθεί μία τέτοια εξέταση.
Συμπερασματικά, η πρώιμη διάγνωση της βαρηκοϊας στην βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία είναι σημαντική τόσο για την άμεση ιατρική αντιμετώπιση του προβλήματος, όσο και για την εκπαιδευτική παρέμβαση στη συνέχεια, ώστε το άτομο να αποκτήσει τη δυνατότητα επικοινωνίας του με το περιβάλλον. Τα ελλείμματα ακοής επιδρούν αρνητικά όχι μόνο στην γλωσσική ανάπτυξη αλλά και στην κοινωνικοποίηση του παιδιού.