Η σίτιση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί αλληλεπίδραση του κεντρικού και του περιφερικού νευρικού συστήματος,
του στοματοφαρυγγικού μηχανισμού, του καρδιοπνευμονικού συστήματος και του γαστρεντερικού συστήματος, με υποστήριξη από τις κρανιοπροσωπικές δομές και το μυοσκελετικό σύστημα. Αυτή η συντονισμένη αλληλεπίδραση απαιτεί απόκτηση και κατάκτηση δεξιοτήτων κατάλληλων για τη φυσιολογία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Στα παιδιά, η σίτιση συμβαίνει για αρχή στο πλαίσιο της δυάδας φροντιστή-παιδιού. Μια διαταραχή σε οποιοδήποτε από αυτά τα συστήματα θέτει ένα παιδί σε κίνδυνο για διαταραχή σίτισης (Sharp et al., 2010).
Κάποιες πιθανές δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν είναι οι εξής:
- Κοιμάται κατά τη σίτιση.
- Έχει δυσκολίες θηλασμού.
- Αρνείται να φάει ή να πιει.
- Αντιμετωπίζει δυσκολία στην αναπνοή ενώ τρώει ή/και πίνει.
- Κυρτώνει/ σκληραίνει την πλάτη του κατά τη σίτιση.
- Κλαίει ή είναι αναστατωμένο κατά τη σίτιση.
- Τρώει μόνο ορισμένες υφές, όπως μαλακό φαγητό ή τραγανό φαγητό.
- Έχει ένα περιορισμένο διατροφικό ρεπερτόριο.
- Χρειάζεται πολύς χρόνος για το φαγητό.
- Έχει δυσκολίες μάσησης.
- Παρουσιάζει βήχα ή πνιγμό κατά τη διάρκεια των γευμάτων.
- Παρουσιάζει έντονη σιελόρροια ή διαφύγει υγρών από το στόμα/τη μύτη.
- Δεν κερδίζει βάρος.
- Έχει μια γάργαρη ή βραχνή φωνή κατά τη διάρκεια ή μετά τα γεύματα (asha.org).
Παιδιά που βιώνουν δυσκολίες στη σίτιση πρέπει να αξιολογούνται από εξειδικευμένο Λογοθεραπευτή ή/και Εργοθεραπευτή. Όσο πιο άμεσα ξεκινήσει ένα πρόγραμμα θεραπευτικής παρέμβασης τόσο καλύτερα είναι τα προγνωστικά για την έκβαση του.
Πηγή: eidikospaidagogos.gr