Η ανταπόκριση των γονιών στην “ομιλία” των μωρών, επιταχύνει την ανάπτυξη του λόγου τους

By paidologio

Οι γονείς μπορεί να μην καταλαβαίνουν την “ομιλία” του μωρού σε αυτή την ηλικία, το λεγόμενο βάβισμα, όμως ακούγοντας τα μωρά και απαντώντας σε αυτά, κάνουν τα μωρά τους να γνωρίζουν ότι μπορούν να επικοινωνήσουν, κάτι που τα οδηγεί να παράγουν πιο σύνθετους ήχους και να χρησιμοποιήσουν συντομότερα πιο αναπτυγμένη ομιλία.


Αυτό προκύπτει, σύμφωνα με μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, που βρήκε ότι ο τρόπος με τον οποίον οι γονείς ανταποκρίνονται στο βάβισμα των παιδιών τους, μπορεί να διαμορφώσει πραγματικά τον τρόπο που τα βρέφη επικοινωνούν και χρησιμοποιούν τα φωνήματα.

Τα ευρήματα αμφισβητούν την πεποίθηση ότι η ανθρώπινη επικοινωνία είναι έμφυτη και ότι δεν μπορούν να επηρεαστούν από τη γονική ανατροφοδότηση. Αντί αυτού, οι ερευνητές υποστηρίζουν, ότι οι γονείς που συνειδητά ασχολούνται με το βάβισμα των βρεφών τους, μπορούν να επιταχύνουν τη φωνητική και τη γλωσσική εκμάθηση των παιδιών τους.

Δεν είναι ότι βρήκαμε πως έχει σημασία η ανταπόκριση” λέει η Τζούλι Γκρος-Λούις, βοηθός καθηγητή της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και των αντίστοιχων συντάκτης της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιούλιου/Αυγούστου του περιοδικού “Infancy”. “Το σημαντικό είναι το πώς μία μητέρα ανταποκρίνεται“.

Οι ερευνητές παρατήρησαν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ 12 μητέρων και των 8 μηνών βρεφών τους, κατά τη διάρκεια του ελεύθερου παιχνιδιού τους δύο φορές το μήνα, για 30 λεπτά, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έξι μηνών. Παρατήρησαν πώς οι μητέρες ανταποκρίνονταν στα θετικά φωνήματα του παιδιού τους, ειδικά όταν κατευθύνονταν προς τη μητέρα. Η τρέχουσα έρευνα στο εργαστήριο της Γκρος-Λούις, έχει βρει παρόμοια επίπεδα ανταπόκρισης των μητέρων και των πατέρων στο βάβισμα των βρεφών.

Αυτό που οι ερευνητές ανακάλυψαν είναι ότι τα βρέφη των οποίων οι μητέρες απάντησαν σε ό, τι νόμιζαν ότι έλεγαν τα μωρά τους, εκείνα παρουσίασαν αυξημένη ανάπτυξη, φωνοποιημένα σύμφωνα και φωνήεντα, το οποίο σημαίνει ότι το βάβισμα είχε γίνει αρκετά περίπλοκο, ώστε να ακούγεται περισσότερο σαν λέξεις. Τα μωρά άρχισαν να κατευθύνουν περισσότερο το βάβισμά τους κατά την πάροδο του χρόνου προς τις μητέρες τους.

Από την άλλη πλευρά, τα βρέφη των οποίων οι μητέρες δεν προσπάθησαν τόσο πολύ να τα καταλάβουν και αντί αυτού έστρεφαν την προσοχή των βρεφών τους σε κάτι άλλο, δεν έδειξαν το ίδιο ποσοστό αύξησης στη γλώσσα και τις επικοινωνιακές δεξιότητες.

Η Γκρος-Λούις υπογραμμίζει ότι η διαφορά ήταν ότι, οι μητέρες που ασχολούνταν με τα παιδιά τους όταν εκείνα φλυαρούσαν, άφηναν τα παιδιά τους να νομίζουν ότι μπορούν να επικοινωνούν. Συνεπώς, εκείνα τα μωρά γύρναγαν πιο συχνά στις μητέρες τους και “μιλούσαν”. “Τα βρέφη χρησιμοποιούσαν τα φωνήματα με ένα επικοινωνιακό τρόπο, κατά μία έννοια, επειδή έμαθαν ότι είναι επικοινωνιακός“, λέει η Γκρος-Λούις.

Σε μια άλλη έρευνα, ένα μήνα μετά το τέλος της μελέτης, οι μητέρες που ήταν πιο προσεκτικές στο βάβισμα των βρεφών τους, ανέφεραν ότι τα παιδιά τους παρήγαγαν περισσότερες λέξεις και χειρονομίες στην ηλικία των 15 μηνών.

Ο Άντριου Κινγκ, ψυχολόγος ερευνητής και συνεργάτης της έρευνας δηλώνει: “Η Τζούλι Γκρος-Λούις, δείχνει ότι η κοινωνική διέγερση διαμορφώνεται σε μια πολύ νεαρή ηλικία και σε ό,τι τα παιδιά παρατηρούν. Αν μπορείτε να δείξετε στον γονέα ότι μπορεί να κατευθύνει την προσοχή ενός βρέφους, τότε υπάρχει η δυνατότητα να διαμορφώσει και τα επίπεδα αντίληψης και μάθησης του. Ουσιαστικά τα παιδιά μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν”.

Η παρούσα μελέτη βασίζεται σε προηγούμενη έρευνα από τον Κίνγκ και τη συνεργάτη του, Γουέστ, που δημοσιεύθηκε το 2003 στο περιοδικό “Proceedings of the National Academy of Sciences“. Σε αυτή τη μελέτη, οι μητέρες έλαβαν εντολή να ανταποκριθούν θετικά – όπως με ένα χαμόγελο ή άγγιγμα, κάθε φορά που τα βρέφη τους κοίταζαν και βάβιζαν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, τα μωρά έμαθαν να προφέρουν προχωρημένες συλλαβές και ήχους πιο εύκολα από ό, τι το τυπικό βρέφος.

Η Γκρος-Λούις και οι συνεργάτες της προχώρησαν ακόμη παραπέρα την έρευνα, παρατηρώντας τις αλληλεπιδράσεις των μητέρων και των βρεφών κατά τη διάρκεια μιας μακρύτερης χρονικής περιόδου και χωρίς να υποδείξουν στις μητέρες πώς να ανταποκριθούν. Έτσι, πρόσθεσαν μία ομάδα ελέγχου –  μητέρες που κατηύθυναν αλλού την προσοχή των μωρών τους, σε σχέση με όσες ασχολούνταν ενεργά όταν τα βρέφη τις κοίταζαν και φλυαρούσαν.

Για άλλη μια φορά, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα βρέφη των οποίων οι μητέρες παρακολουθούσαν πιο στενά τη φλυαρία τους, πρόφεραν πιο σύνθετους ήχους και ανέπτυξαν νωρίτερα γλωσσικές δεξιότητες. “Σε συνδυασμό, οι δύο μελέτες θα μπορούσαν να αλλάξουν το πώς οι άνθρωποι σκέφτονται για την ανθρώπινη επικοινωνιακή ανάπτυξη. Ωστόσο, είναι απαραίτητη περαιτέρω έρευνα εμπλέκοντας περισσότερους συμμετέχοντες για την επικύρωση των ευρημάτων“, ανέφεραν οι ερευνητές.

    Leave a Comment