Η θεωρία του συναισθηματικού δεσμού περιγράφει την ανάγκη των ανθρώπων για μακροχρόνιες συναισθηματικές σχέσεις.
Από τη βρεφική ηλικία ο άνθρωπος προσπαθεί να ικανοποιήσει την έμφυτη ανάγκη για συναισθηματική επαφή αναζητώντας φροντίδα και συναισθηματική ασφάλεια από έναν γονιό. Πράγματι, συχνά αναρωτιόμαστε πόση αγάπη έχουμε πάρει στη ζωή μας και σχεδόν πάντα ο νους μας τρέχει σε γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, αδέρφια και άλλους ανθρώπους που μας αγάπησαν ή θα θέλαμε να μας είχαν αγαπήσει.
Έτσι λοιπόν, από πολύ νωρίς ο καθένας μας αναπτύσσει συγκεκριμένους τρόπους συναισθηματικής σύνδεσης (περισσότερο ή λιγότερο ασφαλείς) που επαναλαμβάνει σε όλες τις σημαντικές σχέσεις στη μετέπειτα ζωή του. Τελικά φαίνεται πως οι πρώτες μας σχέσεις με αυτούς που μας φρόντισαν έχουν να μας πουν πολλά για τον τρόπο που αναζητάμε, παίρνουμε και δίνουμε αγάπη στις ενήλικες σχέσεις μας.
Οι βάσεις της θεωρίας
Η επιστημονική θεμελίωση της θεωρίας του συναισθηματικού δεσμού έχει τις ρίζες της στο έργο του Άγγλου ψυχίατρου John Bowlby ο οποίος, στη δεκαετία του 1930, άρχισε να εργάζεται με παιδιά με συναισθηματικές δυσκολίες. Οι περισσότεροι επαγγελματίες της εποχής ακολουθούσαν τη φροϋδική οπτική ότι τα παιδιά επηρεάζονται κυρίως από εσωτερικές ενορμήσεις όπως η πείνα, η επιθετικότητα και η σεξουαλικότητα και όχι από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν. Εντούτοις, ο Bowlby παρατήρησε ότι τα περισσότερα από τα παιδιά μεγάλωναν χωρίς “στοργή”, με ελλιπή ή και ανύπαρκτη φροντίδα. Αν και ο προϊστάμενος του νοσοκομείου λέγεται ότι του απαγόρευε ακόμα και να μιλάει σε μητέρες παιδιών (!), ο Bowlby επέμενε ότι οι οικογενειακές εμπειρίες είναι σημαντικές και το 1944 κατέγραψε τις πρώτες του σκέψεις (βασιζόμενος στην παρατήρηση 44 αγοριών). Περίπου την ίδια εποχή στην Αμερική, ο ψυχολόγος Harry Harlow έρχεται στο ίδιο συμπέρασμα σχετικά με την σημασία της φροντίδας, στις συναρπαστικές και “σπαρακτικές” μελέτες του με μαϊμούδες, στις οποίες παρατηρούσε ότι τα μωρά αναζητούσαν ανακούφιση και όχι μόνο φαγητό από τις μητέρες τους.
Ο Bowlby άρχισε να μελετά παιδιά που είχαν αποχωριστεί από τους γονείς τους: γονείς που νοσηλεύονταν ή ήταν άστεγοι. Σύντομα διαπίστωσε ότι ο βασικός φροντιστής (επικεντρώθηκε κυρίως στις μητέρες) λειτουργεί ως ένα είδος «ψυχικής-εσωτερικής οργάνωσης» για το παιδί και ότι κάθε παιδί χρειάζεται αυτή την εμπειρία, ειδικά σε ορισμένες χρονικές περιόδους, προκειμένου να αναπτυχθεί επιτυχώς. Για να μεγαλώσουν με ψυχική υγεία, “το βρέφος και το μικρό παιδί πρέπει να βιώσουν μια ζεστή, στενή και συνεχή σχέση με τη μητέρα τους (ή με ένα μόνιμο υποκατάστατο μητέρας). Αυτή η σχέση θα προσφέρει ικανοποίηση και απόλαυση τόσο στο παιδί όσο και στη μητέρα”.
Ωστόσο η φιγούρα πρόσδεσης δεν είναι απαραίτητα η μητέρα ή κάποιος γονιός. Σύμφωνα με τον Bowlby τα μωρά αναπτύσσουν μια “μικρή ιεραρχία πρόσδεσης”, κάτι που εξηγείται και από μια εξελικτική σκοπιά: Ο αριθμός πρέπει να είναι μικρός, δεδομένου ότι η πρόσδεση οργανώνει τα συναισθήματα και την συμπεριφορά του μωρού – πράγματι πολλές φιγούρες πρόσδεσης θα προκαλούσαν σύγχυση. Από την άλλη, το να υπάρχουν περισσότερες από μια φιγούρες πρόσδεσης παρέχει την ασφάλεια εναλλακτικών (backup). Και επιπλέον υπάρχει μια ιεραρχία γιατί όταν το μωρό έχει ανάγκη από ασφάλεια, δεν έχει το χρόνο να αναλύει τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα ενός συγκεκριμένου ατόμου, πρέπει να μπορεί να στρέφεται αυτόματα στο άτομο που έχει ήδη αποφασιστεί ότι μπορεί να είναι μια αξιόπιστη πηγή φροντίδας. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που έχουν έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τουλάχιστον έναν ενήλικα έχουν σημαντικά οφέλη. Τα μωρά μπορούν να συνδεθούν με μεγαλύτερα αδέλφια, έναν πατέρα, παππούδες, άλλους συγγενείς, έναν ξεχωριστό ενήλικα εκτός οικογένειας, ακόμη και με babysitters και βρεφονηπιοκόμους. Ωστόσο, θα εξακολουθεί να υπάρχει μια ιεραρχία, και υπό κανονικές συνθήκες, ένας γονιός θα βρίσκεται στην κορυφή.
Συναισθηματική Ασφάλεια και Ανασφάλεια
Στη δεκαετία του 1950, η Mary Ainsworth εντάχθηκε στην ομάδα του Bowlby στην Αγγλία και μια δεκαετία αργότερα στις Η.Π.Α. άρχισε να ταυτοποιεί διαφορετικούς τύπους συναισθηματικού δεσμού μεταξύ παιδιών και μητέρων (κατά το δεύτερο έτος της ζωής τους). Αυτό το κατάφερε με το διάσημο πείραμα “strange situation” κατά το οποίο παρατηρούσε και κατέγραφε τον τρόπο που τα μωρά αντιδρούσαν σε μια σειρά συνθηκών αποχωρισμού και επανασύνδεσης: Αρχικά το μωρό και η μητέρα ήταν μαζί, στην συνέχεια αποχωρίζονταν, σε κάποια άλλη φάση το μωρό βρισκόταν στο δωμάτιο με έναν ξένο άνθρωπο, και τελικά το μωρό επανασυνδεόταν με τη μητέρα του. Οι Ainsworth και οι συνάδελφοί της ταυτοποίησαν τους πρώτους τρεις τύπους συναισθηματικού δεσμού και αργότερα η Mary Main και οι συνεργάτες της ταυτοποίησαν και τον τέταρτο τύπο:.
Ασφαλής Συναισθηματικός Δεσμός
Όταν τα μωρά έχουν έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, παίζουν και εξερευνούν ελεύθερα ορμώμενα από την “ασφαλή βάση” που είναι η παρουσία της μητέρας τους. Όταν η μητέρα φύγει, το μωρό μπορεί να αναστατωθεί, ιδιαίτερα όταν ένας στον χώρο βρίσκεται ένας ξένος. Όταν η μητέρα επιστρέφει, το μωρό εκφράζει τη χαρά του, μερικές φορές από απόσταση και συχνά αποζητώντας την αγκαλιά της μητέρας (τα μωρά ποικίλλουν, ανάλογα με την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία τους, ακόμη και μέσα σε ένα φάσμα ασφαλούς συναισθηματικού δεσμού). Στη συνέχεια το μωρό ανακουφίζεται γρήγορα και επιστρέφει στο παιχνίδι.
Οι μητέρες που εμπίπτουν σε αυτό το μοτίβο ανταποκρίνονται στα καλέσματα του παιδιού τους, είναι ζεστές, στοργικές και συναισθηματικά διαθέσιμες και ως εκ τούτου τα μωρά τους μεγαλώνουν με τη σιγουριά ότι οι μητέρες τους μπορούν να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους. Τα μωρά αισθάνονται ελεύθερα να εκφράζουν ανοιχτά τα θετικά και αρνητικά συναισθήματά τους και δεν αναπτύσσουν άμυνες για διαχειριστούν τα δυσάρεστα συναισθήματα.
Αποφευκτικός Συναισθηματικός Δεσμός
Τα μωρά με ανασφαλή αποφευκτικό συναισθηματικό δεσμό δείχνουν αδιάφορα στην παρουσία της μητέρας, δεν μοιάζει να αναστατώνονται όταν η μητέρα φεύγει και αντιδρούν με παρόμοιο τρόπο στην παρουσία του ξένου. Όταν η μητέρα επιστρέφει μετά τον αποχωρισμό, το μωρό μπορεί να την αποφύγει ή μπορεί να μην καταφέρει να “αφεθεί σε αγκαλιά” όταν εκείνη το σηκώνει στα χέρια της.
Οι μητέρες που εμπίπτουν σε αυτό το μοτίβο συχνά φαίνονται θυμωμένες (γενικά, αλλά ειδικά με τα μωρά τους). Μπορεί να μην μπορούν αντέξουν, και μερικές φορές τιμωρούν, την δυσφορία του μωρού ενώ συχνά αποδίδουν λάθος κίνητρα στη συμπεριφορά του, π.χ. “Κλαίει μόνο για να με εκνευρίσει”. Μία μελέτη έδειξε ότι τα μωρά με αποφευκτικό δεσμό είναι εξίσου αναστατωμένα σε σωματικό επίπεδο (αυξημένος καρδιακός ρυθμός, κλπ.) με τα παιδιά με ασφαλή δεσμό όταν βιώνουν το άγχος αποχωρισμού, όμως έχουν μάθει να καταπνίγουν τα συναισθήματά τους προκειμένου να παραμείνουν κοντά στον γονέα χωρίς να διακινδυνεύουν την απόρριψή του. Με άλλα λόγια, τα μωρά αυτά “απενεργοποιούν” το φυσιολογικό “σύστημα συναισθηματικής πρόσδεσης” και σταματούν να αναζητούν τις μητέρες τους για βοήθεια.
Ως νήπια, τα παιδιά με αποφευκτικό δεσμό δεν δίνουν εστιάζουν αρκετά στα συναισθήματά τους (μεγάλη απόσταση από το συναίσθημα), η εξερεύνηση του κόσμου γίνεται με τρόπο άκαμπτο, στηρίζονται περισσότερο στον εαυτό τους, μοιάζουν αυτάρκη και στρέφονται στον εαυτό τους για να ανακουφιστούν, (ψευδό-ασφάλεια) . Στο νηπιαγωγείο , τείνουν να είναι πιο εχθρικά, επιθετικά ή δείχνουν αποσυρμένα. Η αποφυγή και η συναισθηματική απόσταση αποτελούν τον βασικό τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου και, αντί να επιλύουν προβλήματα μέσω της επαφής, είναι πιο πιθανό να μελαγχολούν ή να αποσύρονται.
Αμφιθυμικός Συναισθηματικός Δεσμός
Tα μωρά με ανασφαλή αμφιθυμικό συναισθηματικό δεσμό είναι προσκολλημένα στη μητέρα τους, δεν εξερευνούν το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται ή δεν παίζουν όταν βρίσκεται και εκείνη στο χώρο. Αναστατώνονται όταν η μητέρα φεύγει, και όταν επιστρέφει, εναλλάσσουν την συμπεριφορά αφού από τη μια επιδιώκουν να γραπωθούν πάνω της και από την άλλη δείχνουν θυμωμένα μαζί της. Για παράδειγμα, μπορεί να αντισταθούν, να την χτυπήσουν ή να την σπρώξουν όταν τα παίρνει αγκαλιά.
Αυτά τα μωρά δεν ανακουφίζονται εύκολα. Φαίνεται να αποζητούν τη στενή σχέση αλλά η ασυνέπεια στον τρόπο που η μητέρα ανταποκρίνεται στο κάλεσμά τους υπονομεύει την εμπιστοσύνη του. Αυτό το μοτίβο υπονομεύει επίσης την αυτονομία του παιδιού, διότι το μωρό παραμένει εστιασμένο στη συμπεριφορά της μητέρας και στην εναλλαγή της διάθεσής της, αποκλείοντας σχεδόν οτιδήποτε άλλο. Στα μωρά με αμφιθυμικό δεσμό, το άγχος του αποχωρισμού τείνει να διαρκεί περισσότερο σε σχέση με τα ασφαλή μωρά (που μαθαίνουν να το διαχειρίζονται πιο γρήγορα). Οι σχετικές μελέτες δείχνουν ότι αυτά τα παιδιά συχνά είναι ανεσταλμένα, αποσυρμένα και με χαμηλή αυτοπεποίθηση, ενώ δεν έχουν καλές διαπροσωπικές δεξιότητες (δυσκολεύονται στις σχέσεις).
Αποδιοργανωμένος Συναισθηματικός Δεσμός
Ο τελευταίος τύπος ανασφαλούς δεσμού -που είναι και η πιο δύσκολη συνθήκη- είναι ο ανασφαλής αποδιοργανωμένος συναισθηματικός δεσμός και τυποποιήθηκε από τη διδακτορική φοιτήτρια της Ainsworth, Mary Main. Αυτός ο τύπος μπορεί να αναπτυχθεί σε οικογένειες όπου υπάρχει κακοποίηση ή παραμέληση. Η μητέρα, η οποία κανονικά αποτελεί πηγή ασφάλειας για το παιδί, συγχρόνως γίνεται πηγή φόβου. Αυτές οι μητέρες μπορεί να κακοποιούν ή παραμελούν άμεσα το παιδί, ή να φέρουν οι ίδιες στην προσωπική τους ιστορία ανεπίλυτο τραύμα. Η Main και οι συνάδελφοί της γράφουν : «Το βρέφος βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα ψυχολογικό παράδοξο, αφού η πηγή ασφάλειας είναι ταυτόχρονα και πηγή κινδύνου».
Αυτός ο τύπος πρόσδεσης μπορεί επίσης να προκύψει όταν η μητέρα πάσχει από κάποια ψυχική νόσο, εθισμό από ουσίες ή αντιμετωπίζει πολλαπλούς επιβαρυντικούς παράγοντες όπως φτώχεια, κατάχρηση ουσιών και ιστορικό κακοποίησης. Τα μωρά μπορεί να κατακλύζονται από άγχος ή μπορεί να “αποσυνδέονται” και να “παγώνουν”, δείχνοντας ένα επίπεδο, χωρίς έκφραση συναίσθημα και παγωμένη στάση σώματος, ακόμα και όταν η μητέρα τα παίρνει αγκαλιά. Αργότερα αυτά τα παιδιά τείνουν να γίνονται ελεγκτικά και επιθετικά, ενώ η “απόσχιση” παραμένει ο βασικός αμυντικός μηχανισμός.
Οι πρώτες μας σχέσεις με αυτούς που μας φρόντισαν γεμίζουν τη βαλίτσα με την οποία ταξιδεύουμε στον κόσμο. Είναι ο χάρτης με τον οποίο πορευόμαστε στη ζωή.
- σχετικά με τη δική μου συμπεριφορά και τη συμπεριφορά των άλλων.
- σχετικά με τον αν είμαι αξιαγάπητος, αν αξίζω δηλαδή να με αγαπούν και υπό ποιους όρους.
- σχετικά με το εάν οι άλλοι είναι διαθέσιμοι, ενδιαφέρονται και μπορούν να με βοηθήσουν, να με προστατεύσουν, να με υποστηρίξουν και να με ανακουφίσουν.
Έτσι, ο χάρτης λειτουργεί συχνά θετικά, όπως όταν περιμένουμε να αγαπηθούμε από τους γύρω μας απλά και μόνο επειδή πάντα μας αγαπούσαν. Αλλά μπορεί να λειτουργεί και αρνητικά, όπως όταν είχαμε επανειλημμένως την αντίθετη εμπειρία από τους γονείς μας, τον εκνευρισμό τους και την αδιαφορία τους στις στιγμές της δυσφορίας μας.
Ας δούμε πως διαμορφώνονται οι τύποι συναισθηματικού δεσμού στην ενηλικίωση:
Ένας μεγάλος όγκος επιπλέον ερευνών δείχνει ότι ο τύπος συναισθηματικού δεσμού ενός παιδιού επηρεάζει την ποιότητα των ενηλίκων σχέσεών του, ενώ μια μακροχρόνια μελέτη σε 81 άτομα έδειξε ότι εκείνοι που μεγάλωσαν σε “ζεστές και ασφαλείς” οικογένειες είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ασφαλή πρόσδεση με τον/την σύντροφο του ως ενήλικες (διαβάστε για τη Θεραπεία Ζεύγους). Επίσης το ιστορικό του συναισθηματικού δεσμού ενός γονέα μπορεί να επηρεάσει άμεσα τον τρόπο που μεγαλώνει ο ίδιος το δικό του παιδί, δημιουργώντας μια διαγενεαλογική μεταβίβαση του τύπου του δεσμού (ο γονιός κληρονομεί τον τύπο δεσμού και τον βαθμό ασφάλειας-ανασφάλειας στο παιδί του).
Ένας μεγάλος όγκος επιπλέον ερευνών δείχνει ότι ο τύπος συναισθηματικού δεσμού ενός παιδιού επηρεάζει την ποιότητα των ενηλίκων σχέσεών του, ενώ μια μακροχρόνια μελέτη σε 81 άτομα έδειξε ότι εκείνοι που μεγάλωσαν σε “ζεστές και ασφαλείς” οικογένειες είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ασφαλή πρόσδεση με τον/την σύντροφο του ως ενήλικες (διαβάστε για τη Θεραπεία Ζεύγους). Επίσης το ιστορικό του συναισθηματικού δεσμού ενός γονέα μπορεί να επηρεάσει άμεσα τον τρόπο που μεγαλώνει ο ίδιος το δικό του παιδί, δημιουργώντας μια διαγενεαλογική μεταβίβαση του τύπου του δεσμού (ο γονιός κληρονομεί τον τύπο δεσμού και τον βαθμό ασφάλειας-ανασφάλειας στο παιδί του).
Ένας μεγάλος όγκος επιπλέον ερευνών δείχνει ότι ο τύπος συναισθηματικού δεσμού ενός παιδιού επηρεάζει την ποιότητα των ενηλίκων σχέσεών του, ενώ μια μακροχρόνια μελέτη σε 81 άτομα έδειξε ότι εκείνοι που μεγάλωσαν σε “ζεστές και ασφαλείς” οικογένειες είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ασφαλή πρόσδεση με τον/την σύντροφο του ως ενήλικες (διαβάστε για τη Θεραπεία Ζεύγους). Επίσης το ιστορικό του συναισθηματικού δεσμού ενός γονέα μπορεί να επηρεάσει άμεσα τον τρόπο που μεγαλώνει ο ίδιος το δικό του παιδί, δημιουργώντας μια διαγενεαλογική μεταβίβαση του τύπου του δεσμού (ο γονιός κληρονομεί τον τύπο δεσμού και τον βαθμό ασφάλειας-ανασφάλειας στο παιδί του).
Ένας μεγάλος όγκος επιπλέον ερευνών δείχνει ότι ο τύπος συναισθηματικού δεσμού ενός παιδιού επηρεάζει την ποιότητα των ενηλίκων σχέσεών του, ενώ μια μακροχρόνια μελέτη σε 81 άτομα έδειξε ότι εκείνοι που μεγάλωσαν σε “ζεστές και ασφαλείς” οικογένειες είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ασφαλή πρόσδεση με τον/την σύντροφο του ως ενήλικες (διαβάστε για τη Θεραπεία Ζεύγους). Επίσης το ιστορικό του συναισθηματικού δεσμού ενός γονέα μπορεί να επηρεάσει άμεσα τον τρόπο που μεγαλώνει ο ίδιος το δικό του παιδί, δημιουργώντας μια διαγενεαλογική μεταβίβαση του τύπου του δεσμού (ο γονιός κληρονομεί τον τύπο δεσμού και τον βαθμό ασφάλειας-ανασφάλειας στο παιδί του).
Αλλάζοντας τον Χάρτη
Ο Sroufe γράφει σε πολλά άρθρα ότι μια ανασφαλής πρόσδεση δεν είναι αναγκαστικά μοιραία. Μπορεί να διορθωθεί σε μια επόμενη σχέση. Για παράδειγμα, ένα κέντρο φροντίδας παιδιών που προσφέρει συναισθηματική υποστήριξη και παρεμβάσεις μείωσης του στρες μπορεί να μετριάσει μια δύσκολη αρχή στην οικογένεια. Μια μεταγενέστερη υγιής ενήλικη σχέση μπορεί να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις μιας δύσκολης παιδικής ηλικίας. Και βέβαια μια καλή εμπειρία ψυχοθεραπείας μπορεί να βοηθήσει πολύ, καθώς η θεραπευτική διαδικασία αναβιώνει τις λειτουργίες πρόσδεσης, στοχεύοντας σε επανορθωτικές εμπειρίες που δημιουργούν αυτό που ονομάζουμε «κερδισμένη ασφάλεια.
Χωρίς όμως μια συνειδητή δουλειά με τον εαυτό, οι τύποι συναισθηματικού δεσμού τείνουν να περνούν από τη μια γενικά στην άλλη, και όπως παρατήρησε ο Bowlby όταν κάνεις γίνεται γονιός ενεργοποιείται ο τύπος συναισθηματικού δεσμού που είχε ο ίδιος ως παιδί. Μια σχετική έρευνα μελέτησε τη μεταβίβαση των τύπων πρόσδεσης σε τρεις γενιές και διαπίστωσε ότι ο τύπος συναισθηματικού δεσμού της μητέρας όταν ήταν έγκυος προέβλεπε τον τύπο πρόσδεσης του μωρού της σε περίπου 70% των περιπτώσεων.
Τι γίνεται όμως με τους γονείς που ίσως δεν είχαν ένα καλό ξεκίνημα στη ζωή τους και θέλουν να αλλάξουν τον τύπο πρόσδεσής τους; Η έρευνες που μελετούν την πρόσδεση των ενηλίκων δείχνουν ότι τελικά δεν είναι τόσο η ίδια η εμπειρία της παιδικής ηλικίας που έχει τόση σημασία, όσο το κατά πόσο ο ενήλικας καταλαβαίνει τι έχει συμβεί στη ζωή του, αν έχει αναπτύξει κάποιους νέους τρόπους συναισθηματικής σύνδεσης και πόσο καλά έχει ενσωματώσει την εμπειρία του παρελθόντος στο παρόν. Με άλλα λόγια, χρειάζεται μια ρεαλιστική και συνεκτική αφήγηση (συμπεριλαμβανομένων τόσο των καλών όσο και των δύσκολων στιγμών) για το πού βρισκόταν τότε ως παιδί και σε ποια θέση βρίσκεται σήμερα ως ενήλικας.
Από τη βρεφική ηλικία ο άνθρωπος προσπαθεί να ικανοποιήσει την έμφυτη ανάγκη για συναισθηματική επαφή αναζητώντας φροντίδα και συναισθηματική ασφάλεια από έναν γονιό. Πράγματι, συχνά αναρωτιόμαστε πόση αγάπη έχουμε πάρει στη ζωή μας και σχεδόν πάντα ο νους μας τρέχει σε γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, αδέρφια και άλλους ανθρώπους που μας αγάπησαν ή θα θέλαμε να μας είχαν αγαπήσει.
Πηγή: korovilas.gr