Ο οριμός της Μουσικοθεραπείας
Μουσικοθεραπεία ορίζεται η επιστήμη όπου ασχολείται με την επιρροή που έχει η μουσική προς τον εγκέφαλο, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά, τον λόγο και το ανθρώπινο σώμα, αλλά ιδίως στηρίζεται στη διαπροσωπική σχέση καθώς χρησιμοποιεί συστήματα και τεχνικές από την κλινική ψυχολογία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ολοκληρωμένη εκπαίδευση του μουσικοθεραπευτή, ώστε να είναι στη κατάλληλη θέση να χρησιμοποιεί το ασυνείδητο υλικό που προκύπτει (Ψαλτοπούλου, 2003)
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Μουσικοθεραπεία: O τρίτος δρόμος» (2015), υπάρχουν κάποιες στοιχειώδεις αρχές σχετικά με τη μουσικοθεραπεία:
- Δεν χρειάζεται μουσική παιδεία για να συμμετάσχει σε συνεδρία ο πελάτης.
- Βασικό και απαραίτητο στοιχείο για την αποτελεσματικότητα της μουσικοθεραπείας είναι ο θεραπευτικός δεσμός.
- Είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν σε θεραπευτικά πλαίσια όλα τα στυλ μουσικής, καθώς δεν υπάρχει περιορισμός ως προς το είδος της.
- Ο μουσικοθεραπευτής συνθέτει μαζί με τον πελάτη τη μουσική που αρμόζει στη ψυχολογική κατάσταση του πελάτη μέσω κλινικού αυτοσχεδιασμού.
- Η διαπροσωπική σχέση παίζει βασικό ρόλο. Πρόκειται για μορφή ψυχοθεραπείας και διέπεται από τις αντίστοιχες δυναμικές (Bruscia, 1998).
- Οι συνεδρίες στοχεύουν στη δημιουργική αφύπνιση του πελάτη.
- «Είναι απαραίτητη η συστηματική προσωπική ψυχοθεραπεία και εποπτεία του θεραπευτή ήδη από το διάστημα της εκπαίδευσής του» (Ψαλτοπούλου, 2006 β, σελ 87).
Θεραπευτικοί Στόχοι
Ο όρος «πελάτης» εντοπίζεται και χρησιμοποιείται σε όλες τις χουμανιστικές προσεγγίσεις όπως για παράδειγμα στη πελατοκεντρική – προσωποκεντρική προσέγγιση του Carl Rogers (Corsini, 1984). Επίσης, με βάση τη θεωρία του Maslow (1971), «ο θεραπευτής επικεντρώνει την προσοχή του στις υγιείς πλευρές του ψυχισμού και της συμπεριφοράς του ανθρώπου, δηλαδή στο υγιές δυναμικό του για αυτοπραγμάτωση και όχι στο σύμπτωμα. Το γεγονός ότι ο μουσικοθεραπευτής απευθύνεται στο υγιές κομμάτι ενός ατόμου και όχι σε αυτό που νοσεί, μέσω μιας ισότιμης δηλ. σχέσης μεταξύ τους, είναι και ο λόγος που το άτομο αυτό ονομάζεται “πελάτης” και όχι “ασθενής”» (γράφει η Ψαλτοπούλου 2015, σελ 31).
Ο Bruscia αναφέρει πως ο πελάτης έχει ενεργητικό ρόλο στη διαδικασία της θεραπείας, και έτσι δεν του αναλογεί ο όρος « θεραπευόμενος» ο οποίος έχει παθητική σημασία (Bruscia, 1998, σελ. 2).
Λόγω της πολυδιάστατης φύσης της, η μουσική, ως ανθρώπινος οργανωμένος ήχος ακόμα και από την πρώτη μορφή ανθρώπινης ύπαρξης στη Γή, αποτελέι πολύτιμο μέσο, διότι περιέχει και εκφράζει την πανανθρώπινη ανάγκη για αυτοανάπτυξη και αυτοπραγμάτωση μέσα από μουσική διασύνδεση με άλλους ανθρώπους πέρα από προσωπικές διαπολιτισμικές και διαπροσωπικές διαφορές (Aigen, 2005).
Κατά τους Nordoff & Robbins (1985:47) οι κλινικές προθέσεις είναι οι ακόλουθες:
- Αλλαγή της παρούσας διάθεσης
- Κλινικός έλεγχος των συναισθηματικών αντιδράσεων σε μουσικά ερεθίσματα
- Τροποποίηση των μοντέλων συμπεριφοράς μέσα από τη μουσική εμπειρία
- Απελευθέρωση του πελάτη από αμφίλογη συμπεριφορά
- Προ-λεκτικές κινήσεις
- Επίδραση της τονικότητας της κλίμακας επάνω στον πελάτη
- Παθολογικές εκδηλώσεις πελάτη που εκδηλώνονται μέσα από τον χτύπο (παίξιμό) του
- Επιπτώσεις συνολικής ανταπόκρισης στη συνεδρία όσον αφορά στην αρχική διάγνωση (Ψαλτοπούλου, 2015)
Προσεγγίσεις στη Μουσικοθεραπεία
Με βάση τη παγκόσμια βιβλιογραφία, στα τέλη του 1950 και κυρίως το 1960-70 δημιουργήθηκαν πέντε προσεγγίσεις μουσικοθεραπείας. Οι τέσσερις από τις πέντε, ορίζουν τον πελάτη σε ενεργή μουσική δραστηριότητα χρησιμοποιώντας κυρίως τον αυτοσχεδιασμό. Αυτές είναι α) η προσέγγιση των Nordoff-Robbins, β) η θεραπεία ελεύθερου αυτοσχεδιασμού της Juliette Alvin, γ) η μουσικοθεραπεία του Ronaldo Benenzon δ) η αναλυτική μουσικοθεραπεία της Mary Priestley.
«Η πέμπτη προσέγγιση αφορά σε καθοδηγημένη φαντασία και μουσική (Guided Imagery with Music-GIM, της Helen Bonny) ως δεκτική μέθοδος, όπου οι πελάτες καλούνται να ακούσουν ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα κλασικής μουσικής ενώ βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο συνείδησης». (Aigen, 2014 – παραθέτει η Ψαλτοπούλου, 2015).
Η προσωποκεντρική προσέγγιση, όπου έχει ονομαστεί και πελατό-κεντρική ή Ροτζεριανή, αναπτύχθηκε από τον Carl Rogers κατά το 1950. Εκείνη τη περίοδο η εμφάνιση της προσέγγισης αυτής, ήρθε σαν αποτέλεσμα ενός ψυχολογικού κινήματος που αναπτύχθηκε στην Αμερική ως εναλλακτική λύση στις άλλες δύο θεωρητικές προσεγγίσεις την ψυχανάλυση και τον συμπεριφορισμό. Αυτό το κίνημα ονομάστηκε ως η «τρίτη δύναμη» στην ψυχολογία και ως «ανθρωπιστική» ψυχολογία. Η ανθρωπιστική ψυχολογία, και η προσωποκεντρική προσέγγιση, επηρεάστηκαν από τα φιλοσοφικά κινήματα του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας (ICPS, Κολλέγιο Ανθρωπιστικών Επιστημών). Σχετικά με την συμπεριφορική προσέγγιση, η συμπεριφορά του ανθρώπου μπορούσε να στηριχθεί πλέον σε συνθήκες όπως είναι τα εξαρτημένα ερεθίσματα, η έκθεση σε ερεθίσματα, οι αντιδράσεις, κ.α. (Marlatt & Donovan, 2005).
Αντίθετα, η ψυχαναλυτική παράδοση με βασικό εκπρόσωπο τον Freud, επικεντρωνόταν κυρίως στην ερμηνεία του ασυνειδήτου μέσω τεχνικών όπως π.χ. η ανάλυση των ονείρων κ.α.(Cervone&Pervin,2013).
Σύμφωνα με τα όσα είπε ο Rogers: «Ο στόχος αυτής της νέας προσέγγισης δεν είναι να επιλύσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά να βοηθήσει το άτομο να προοδεύσει έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα… Βασίζεται πιο πολύ στην τάση του ατόμου προς την ανάπτυξη, την υγεία και την προσαρμογή… Αυτή λοιπόν η νέα θεραπεία υπογραμμίζει τα συναισθηματικά στοιχεία, παρά τις νοητικές διαδικασίες. Τονίζει περισσότερο την τωρινή κατάσταση παρά το παρελθόν του ατόμου. Τέλος αυτή η προσέγγιση εμβαθύνει στην ίδια την θεραπευτική σχέση ως μια αναπτυξιακή εμπειρία» (ICPS, Κολλέγιο Ανθρωπιστικών Επιστημών).
Ο Rogers πίστευε πως η μεταβλητή καθοριστική για τη θεραπεία είναι το θεραπευτικό κλίμα. Αν οι θεραπευτές μπορέσουν και διασφαλίσουν τρείς προϋποθέσεις στη σχέση τους με τους πελάτες, τότε η αλλαγή μέσω θεραπείας θα πραγματοποιηθεί. Παρακάτω αναφέρονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Rogers:
Α) Η συμφωνία ή ειλικρίνεια: Στην ειλικρινή σχέση οι θεραπευτές είναι ελεύθεροι να μοιράζονται συναισθήματα με τους πελάτες τους, ακόμη και αυτά τα συναισθήματα είναι αρνητικά απέναντι στους πελάτες τους.
Β) Η άνευ όρων αποδοχή συνδέεται με το ουσιαστικό ενδιαφέρον του θεραπευτή προς τον πελάτη, χωρίς να κρίνονται τα συναισθήματα του, οι πράξεις ή η συμπεριφορά του. Στόχος είναι ο πελάτης να μπορεί να εμπιστευτεί τον θεραπευτή χωρίς να αισθάνεται ότι θα χάσει την αποδοχή του (Ψαλτοπούλου, 2014).
Γ) Η ενσυναίσθηση: Αφορά την ικανότητα του θεραπευτή να συλλάβει τις εμπειρίες και το νόημα τους για τον πελάτη, στη διάρκεια της λεπτό προς λεπτό συνάντησης κατά την θεραπεία. Πρόκειται για ενεργητική ακρόαση και κατανόηση των συναισθημάτων και των προσωπικών νοημάτων όπως εκφράζονται από τον πελάτη (Moυλαλούδης Γ., Κοσμόπουλος Αλέξανδρος, 2003), ( Lawrence A. Pervin – Oliver P. John) .
«Η δημιουργική Μουσικοθεραπεία είναι μια προσέγγιση, βασισμένη στον αυτοσχεδιασμό τόσο σε ατομικό όσο και ομαδικό επίπεδο, και αναπτύχθηκε από τους Nordof και C. Robbins, μετά από μακροχρόνιες παρατηρήσεις ηχογραφημένων συνεδριών ατομικής Μουσικοθεραπείας. Τα κλινικά αποτελέσματα αυτών των παρατηρήσεων τους οδήγησαν στη δημιουργία ενός πλούσιου ρεπερτορίου με μουσικό υλικό προς θεραπευτική χρήση» (Bruscia, 1987:23). «Δύο υψίστης σημασίας προσωπικότητες στον κλάδο της μουσικοθεραπείας, ο Paul Nordoff και ο Clive Robbins, βασίζουν την ενεργητική, δημιουργική και αυτοσχεδιαστική προσέγγιση της θεραπείας τους στην έμφυτη εξατομικευμένη μουσικότητα, η οποία παραμένει άθικτη και ενεργοποιείται με σκοπό να συμβάλλει στη διαδικασία προσωπικής ανάπτυξης. Η μουσικότητα αυτή που δημιουργείται χωρίς την εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων, χαρακτηρίζεται από τους Nordoff- Robbins, ως μουσικό παιδί, (music child)» (Tyler, 2000; Aigen, 2008) (Ψαλτοπούλου 2015, σελ 42)