Κάθε χρόνο τον Σεπτέμβρη ξεκινάει μία νέα σχολική χρονιά και τα παιδιά του νηπιαγωγείου γίνονται μαθητές της Α’ Δημοτικού. Η ομαλή μετάβαση και ένταξη ενός παιδιού στο σχολικό περιβάλλον ξυπνά αγωνίες και άγχη για μικρούς και μεγάλους. Είναι «έτοιμο για το σχολείο», «θα τα καταφέρει», «θα ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του σχολείου»;
Αυτά είναι μερικά από τα εύλογα ερωτήματα που γεννώνται γιατί μέχρι τότε, το παιδί φοιτούσε στο ελαστικό και ευέλικτο πρόγραμμα του νηπιαγωγείου έχοντας ως βασική ενασχόληση το ίδιο το παιχνίδι… Τώρα καλείται να μπει σε ένα ιδιαίτερα δομημένο περιβάλλον όπου θα πρέπει να κάθεται σε μία συγκεκριμένη θέση, να συγκεντρώνεται και να προσέχει το δάσκαλο για ορισμένη ώρα, να αποκτά σχολικές γνώσεις σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, να μάθει να διαβάζει, να γράφει, να κάνει αριθμητικές πράξεις και να ασχολείται με χειροτεχνικές δραστηριότητες. Ωστόσο, η σχολική ετοιμότητα ενός παιδιού δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις γνωστικές απαιτήσεις. Ένα σχολικό πλαίσιο θέτει και κοινωνικές απαιτήσεις σε ένα παιδί που βρίσκεται στο κατώφλι της Α’ Δημοτικού το οποίο επίσης πρέπει να μπορεί να λειτουργεί ως μέλος μιας μεγάλης ομάδας, να συνεργάζεται και να δημιουργεί σχέσεις με τους συμμαθητές του και να συμμετέχει σε ομαδικά παιχνίδια και αθλητικές δραστηριότητες. Συνολικά οι προαναφερθείσες δεξιότητες αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για σχολική επιτυχία και συνιστούν τη «σχολική ετοιμότητα» ενός παιδιού, η οποία είναι αποτέλεσμα της ωρίμανσης του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Ποια είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τα παιδιά «έτοιμα» για φοίτηση στο δημοτικό; Το παιδί πριν την ένταξή του στο σχολείο πρέπει:
- Να έχει κίνητρο για μάθηση,
- να μπορεί να προσέχει όσα λέγονται στην σχολική τάξη και να διατηρεί τη προσοχή του για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα,
- να είναι ικανό να ακολουθεί οδηγίες που δίνονται σε μία ομάδα,
- να συνεργάζεται ικανοποιητικά τόσο με τους συμμαθητές του όσο και με τον εκπαιδευτικό σε ομαδικές δραστηριότητες που του ανατίθεται στη σχολική τάξη,
- να έχει αναπτυγμένη οπτική και ακουστική μνήμη, δηλαδή να είναι σε θέση να απομνημονεύει οπτικά (π.χ. γράμματα) καθώς και ακουστικά ερεθίσματα (π.χ. λέξεις, προτάσεις),
- να διαθέτει γνώσεις που συμβαδίζουν με την ηλικία του (π.χ. να αναγνωρίζει χρώματα και σχήματα, να κατηγοριοποιεί και να κατονομάζει ποικίλα αντικείμενα όπως ρούχα, φαγητά κλπ),
- να κατανοεί τη λογική αλληλουχία των γεγονότων και να είναι σε θέση να αφηγηθεί μία ιστορία με αρχή-μέση-τέλος,
- να διαθέτει ικανοποιητικό λεξιλόγιο και να σχηματίζει ολοκληρωμένες προτάσεις, μεγάλου μήκους, με σωστή γραμματική δόμηση,
- να αντιγράφει γράμματα και να είναι σε θέση να γράψει το όνομά του,
- να έχει επαρκή «φωνολογική ενημερότητα», δηλαδή αναπτυγμένη ικανότητα να διακρίνει και να αναλύει την ομιλία στα επιμέρους στοιχεία της (π.χ. να μπορεί να χωρίζει μία λέξη σε συλλαβές, να συνθέτει συλλαβές ή λέξεις από τους ήχους που ακούει, να βρίσκει λέξεις που αρχίζουν από συγκεκριμένους ήχους/φωνήματα ή συλλαβές),
- να έχει αναπτύξει δεξιότητες αδρής και λεπτής κινητικότητας (π.χ. να μπορεί να πιάνει μια μπάλα, να κατεβαίνει τις σκάλες μόνο του, να κόβει με ευχέρεια με το ψαλίδι),
- να επιδεικνύει ικανοποιητικό αυτοέλεγχο και να γνωρίζει ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή και ποια όχι μέσα σε μία ομάδα και, κατά συνέπεια, μέσα στη τάξη.
Η κατάκτηση των παραπάνω δεξιοτήτων προδιαθέτει την ομαλή προσαρμογή του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον και παράλληλα καλλιεργεί τις προϋποθέσεις για μία καλή μαθησιακή επίδοση. Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, εφαρμόζεται έλεγχος ρουτίνας της σχολικής ετοιμότητας για όλα τα παιδιά που τελειώνουν το νηπιαγωγείο. Όταν εντοπίζονται ελλείψεις στις ικανότητες που εξασφαλίζουν τη σχολική επιτυχία, τότε το παιδί εντάσσεται σε εξατομικευμένο πρόγραμμα για την αναπλήρωση των ελλείψεών του και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων που θα προωθήσουν τη σχολική επιτυχία και θα περιορίσουν τις πιθανές δυσμενείς συμπεριφορικές συνέπειες όπως τη σχολική άρνηση και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Δυστυχώς, στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας, το μοναδικό κριτήριο για την φοίτηση των παιδιών στην Α’ δημοτικού αποτελεί η χρονολογική ηλικία (6 έτη) και όχι το αναπτυξιακό τους επίπεδο και η σχολική τους ετοιμότητα. Αυτό έχει ως συνέπεια κάθε χρόνο, να εισάγονται στην Α’ τάξη παιδιά τα οποία δεν πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για επιτυχή παρακολούθηση, με αποτέλεσμα να βιώνουν όχι μόνο τη σχολική αποτυχία αλλά και τις σημαντικές ψυχοσυναισθηματικές της προεκτάσεις.
Πηγή: thedailyhealth.gr