Σκοπός του άρθρου είναι περιγράψει κάποιες πιθανές αιτίες της παιδικής απραξίας λόγου. Πρόκειται για μια νευρολογικού τύπου κινητική διαταραχή του λόγου με διάφορους βαθμούς σοβαρότητας, η οποία δυσκολεύει το παιδί να παράγει έναν καταληπτό προφορικό λόγο. Επιδημιολογικά στοιχεία αναφέρουν την εμφάνισή της σε 1-2 άτομα ανά 1000 (“FOXP2-related speech and language disorder”, 2019). Η ομιλία του παιδιού φωνητικά, αλλά και προσωδιακά αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες. Πρόκειται για παιδάκια των οποίων την ομιλία δεν μπορεί να καταλάβει ένα τρίτο μη εξοικειωμένο μαζί τους άτομο. Λόγω της απραξίας επηρεάζεται ο τρόπος με τον οποίο το σώμα παράγει λόγο. Στην ουσία πρόκειται για την μεγάλη δυσκολία που έχει ο εγκέφαλος να συνεργαστεί με τα αναγκαία εκείνα σημεία του σώματος που συμβάλλουν στην παραγωγή της ομιλίας όπως τα χείλη, η γλώσσα και η κάτω γνάθος. Η απραξία από την άλλη δεν οφείλεται σε κάποια παράλυση μυών, ούτε σε αδυναμία αυτών ή κάποια περιορισμένη δυνατότητα κίνησης.
Το προφίλ των παιδιών επικοινωνιακά είναι μια ομιλία δυσκατάληπτη, αναντίστοιχη της χρονολογικής του ηλικίας με έντονες δυσκολίες στον αυθόρμητο λόγο, στον επιτονισμό και λάθος τονισμούς. Τα λάθη που κάνουν ενώ παράγουν λόγο είναι αντιφατικά, αφού στην ίδια παραγωγή τα λάθη μπορεί να διαφέρουν επαναλαμβανόμενα. Οι έντονες δυσκολίες στην παραγωγή ομιλίας ήδη στέλνουν τα πρώτα μηνύματα, κάποιας ατυπικής ανάπτυξης, πριν τους 10 μήνες ζωής με ένα ποσοτικά περιορισμένο βάβισμα και ένα περιορισμένο φωνολογικό ρεπερτόριο. Σε μεγαλύτερη ηλικία, τα παιδιά αυτά έχουν το χαρακτηριστικό της ανάπτυξης κάποιων στρατηγικών που αναπτύσσουν προς αποφυγή των λαθών τους
Οι γονείς θα πρέπει να καταλάβουν ότι η απραξία δεν οφείλεται σε κάτι που έκαναν αυτοί στο παιδί ή στο εάν έδωσαν την «κατάλληλη» επικοινωνία στο παιδί ή λόγω κάποιας μετακόμισης ή έστω αλλαγής της καθημερινότητας. Θα μπορούσαμε σήμερα να ταξινομήσουμε τρεις πιθανές αιτίες για την εμφάνιση της παιδικής απραξίας:
Α. Κάποια νευρολογική βλάβη λόγω μόλυνσης, ασθένειας ή ατυχήματος κατά την γέννηση αλλά και μετά. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις η μαγνητική τομογραφία (MRI) δείχνει νευροαπεικονιστικά θετικά αποτελέσματα.
Β. Σύνθετη νευρολογική διαταραχή γενετικής ή μιτοχονδριακής διαταραχής όπως ΔΑΦ, Εύθραστο Χ χρωμόσωμα, μορφές επιληψίας καθώς και πιθανές αλλοιώσεις γενετικής φύσης. Αξίζει να αναφερθεί πάντως πως η παρουσία των ανωτέρω διαταραχών δεν σημαίνει και την ταυτόχρονη παρουσία απραξίας. Γονιδιακά η έρευνα αναφέρει αλλοιώσεις του χρωμοσώματος 7 με εύρος από 7q21-q22 έως 7q31.2-q32.3 (Sarda et al., 1988), ενώ η αλλοίωση του γονιδίου FOXP2 του 7q31 έχει σχετιστεί έντονα με την εμφάνιση διαταραχών ομιλίας και γλώσσας των παιδιών αυτών (Zeesman et al., 2006). Η παρουσία των αλλοιώσεων αυτών πάντως δεν συνδέεται υποχρεωτικά με την κληρονομικότητα, αφού μόνο ένα 30% των ατόμων με απραξία δείχνουν κληρονομική προδιάθεση, ενώ στο 70% είναι de novo η παρουσία αλλοίωσης της FOXP2.
Γ. Διαταραχές Ομιλίας Αγνώστου Αιτιολογίας στις οποίες είναι άγνωστος ο λόγος εμφάνισης απραξίας στο παιδί, αφού το παιδί δεν έχει κάποια εμφανή νευρολογική βλάβη ή μια εύκολα διαγνώσιμη νευροαναπτυξιακή διαταραχή.
Πέρα των ανωτέρω βιολογικών παραγόντων, η βιβλιογραφία έχει αναδείξει και επιπλέον παράγοντες που εικάζεται ότι συμβάλλουν στην εμφάνιση της απραξίας που σχετίζονται με το περιβάλλον. Για παράδειγμα, η έκθεση σε περιβάλλον με υψηλά επίπεδα μόλυνσης σε πολύ μικρή ηλικία ή διατροφικά ελλείμματα σε παιδιά κάτω των 12 μηνών. Η έρευνα πάντως δεν έχει αναδείξει τις αναγκαίες αποδείξεις, ώστε να στηριχθούμε στα ανωτέρω.
Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί. Εξασφαλίζοντας ένα υγιές περιβάλλον θα συμβάλλουν στην καλή γενική υγεία του παιδιού και θα του δώσουν την ευκαιρία να λάβει τα μέγιστα μέσα από την μάθηση. Παιδιά με ιστορικό απώλειας ακοής, χρόνιας ιγμορίτιδας, άσθματος, έντονων αλλεργιών, με προβλήματα συγκέντρωσης και διαταραχών ύπνου θα δυσκολευθούν να αξιοποιήσουν τα επικοινωνιακά ερεθίσματα είτε στο σχολείο είτε στο σπίτι. H διεπιστημονική ομάδα που θα αναλάβει το παιδί με απραξία θα πρέπει μέσα από την διαφοροδιάγνωση να προβεί σε τελικά συμπεράσματα, διότι πολλές επικοινωνιακές συμπεριφορές του παιδιού μοιάζουν με άλλα είδη γλωσσικών διαταραχών. Το παιδί με απραξία είναι επιβεβλημένο να ενταχθεί και με συνέπεια παρακολουθήσει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα Λογοθεραπείας προς αποκατάσταση των ομιλητικών του δυνατοτήτων.
Πηγή: ygeia-news.com