Τι είναι ο τραυλισμός;
Ένα από τα σημαντικότερα βήματα διάγνωσης του τραυλισμού είναι ο καθορισμός του τι ακριβώς είναι διαταραχή της ροής της ομιλίας.
Εάν η εύρυθμη ομιλία χαρακτηρίζεται από ομαλή μετάβαση μεταξύ ήχων, συλλαβών και λέξεων, τότε η δύσρυθμη ομιλία χαρακτηρίζεται από την έλλειψη αυτής. Ο τραυλισμός αποτελεί διαταραχή επικοινωνίας κατά την οποία η ροή ομιλίας διακόπτεται από επανάληψη (λέξης, συλλαβής ή φωνήματος), επιμήκυνση φωνήματος, μπλοκάρισμα, επαναδιατύπωση, παρεμβολή ήχων/φωνημάτων, τα οποία διαφέρουν ποιοτικά και ποσοτικά από αυτά που εμφανίζονται στην ομιλία ατόμων που δεν τραυλίζουν. Επίσης, άτομα που τραυλίζουν μπορεί να παρουσιάζουν και δευτερεύουσες μη λεκτικές συμπεριφορές όπως είναι οι ακόλουθες: αποφυγή βλεμματικής επαφής, επαναλαμβανόμενες ρυθμικές κινήσεις των άκρων, μορφασμοί, πίεση των χειλιών, κλείσιμο των ματιών κ.τ.λ. Τέλος, όταν μιλάμε για «τραυλισμό» δεν πρέπει να ξεχνάμε τις συναισθηματικές του προεκτάσεις. Αρκετά άτομα που τραυλίζουν νοιώθουν ντροπή, θυμό, απογοήτευση, άγχος, άρνηση για τον τραυλισμό κ.τ.λ. (Guitar, 1998).
Για αρκετά χρόνια οι κλινικοί και ερευνητές προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να εξετάζουν και να περιγράφουν τις δυσρυθμίες ατόμων που τραυλίζουν και ατόμων που δεν τραυλίζουν, αλλά παρουσιάζουν κάποιες δυσρυθμίες στην ομιλία τους. Το προϊόν/αποτέλεσμα των μελετών αυτών είναι ένα σύστημα κατηγοριοποίησης στο οποίο οι δυσρυθμίες μπορούν να χωριστούν στις εξής δύο μεγάλες ομάδες: ενδολεκτικές δυσρυθμίες (within-word disfluencies), οι οποίες αναφέρονται και ως SLDs (stuttering-like disfluencies), και δυσρυθμίες μεταξύ των λέξεων (between-word disfluencies), οι οποίες αναφέρονται και ως non-SLDs. Στην πρώτη ομάδα συναντούμε τις παρακάτω δυσρυθμίες: επανάληψη φωνήματος (π.χ. «Τ-τ-τ-τι θέλεις;»), επανάληψη συλλαβής (π.χ. «Τι θε-θε-θέλεις;»), επανάληψη μονοσύλλαβης λέξης (π.χ. «Τι-τι-τι θέλεις;»), επιμήκυνση φωνήματος (π.χ. «Τιιι θέλεις;») και μπλοκάρισμα. Αντίθετα, η επανάληψη φράσης (π.χ. «Θέλω να, θέλω να πάω σινεμά), η αναθεώρηση/επαναδιατύπωση (π.χ. «Θέλω να πάω σινεμά, όχι, θέατρο») και η παρεμβολή ήχου/φωνήματος (π.χ. «Θέλω να πάω εεε σινεμά) θεωρούνται δυσρυθμίες μεταξύ των λέξεων ή αλλιώς non-SLDs (Yairi, 1997b).
Πότε είναι φυσιολογικός ο τραυλισμός;
Σε κάποιο βαθμό «φυσιολογικές» δυσρυθμίες εμφανίζονται στην ομιλία μικρών παιδιών κατά τη διάρκεια της γλωσσικής και φωνολογικής τους ανάπτυξης. Καθώς οι αρθρωτικές και γλωσσικές ικανότητες των παιδιών εξελίσσονται με την ηλικία και την πάροδο του χρόνου, το ίδιο συμβαίνει και με την εύρυθμη ομιλία. Επομένως, για μικρά παιδιά τα οποία εμφανίζουν δυσρυθμίες στην ομιλία τους είναι κάποιες φορές δύσκολο να καθοριστεί, εάν αυτές είναι «φυσιολογικές» ή εάν αποτελούν χαρακτηριστικά τραυλισμού. Ένας τρόπος διαχωρισμού του τραυλισμού από τη «φυσιολογικά» δύσρυθμη ομιλία είναι η ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση των δυσρυθμιών, καθώς και άλλων παραγόντων, όπως είναι η αντίδραση του ατόμου σε αυτές (Curlee, 1998).
Πώς αξιολογείται ο τραυλισμός;
Η αξιολόγηση ατόμων που τραυλίζουν είναι πολυπαραγοντική και αφορά στο άτομο συνολικά και όχι μόνο στα λεκτικά χαρακτηριστικά του τραυλισμού.
Όπως σε κάθε περίπτωση λογοθεραπευτικής αξιολόγησης, έτσι και στην περίπτωση του τραυλισμού η αξιολόγηση πρέπει να ξεκινά με συγκεκριμένα ερωτήματα τα οποία μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία του εκάστοτε ατόμου. Για παράδειγμα, για παιδιά προσχολικής ηλικίας η ερώτηση μπορεί να είναι «Τραυλίζει το παιδί ή έχει αυξημένες πιθανότητες για αυτό;» ή/και «Μπορεί το παιδί να ξεπεράσει τις τυχόν δυσρυθμίες του χωρίς θεραπευτική παρέμβαση;». Αντίθετα, για παιδιά σχολικής ηλικίας, εφήβους ή ενήλικες η ερώτηση αξιολόγησης μπορεί να είναι «Ποιος είναι ο βαθμός σοβαρότητας του τραυλισμού;» ή/και «Με ποιο τρόπο μπορεί να βοηθηθεί το άτομο που τραυλίζει;».
Μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση, τόσο στην περίπτωση παιδιών όσο και ενηλίκων, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην καταμέτρηση και την ανάλυση των δυσρυθμιών. Αντίθετα, λόγω της πολυπαραγοντικής φύσης του τραυλισμού, ο κλινικός οφείλει να συγκεντρώσει δεδομένα που αφορούν στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του ατόμου που τραυλίζει απέναντι στο πρόβλημα ομιλίας του και πληροφορίες σχετικά με το επικοινωνιακό περιβάλλον του.
Οι στόχοι της λογοπαθολογικής αξιολόγησης ποικίλουν από άτομο σε άτομο και εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες όπως είναι η ηλικία. Στη συνέχεια αναφέρονται οι στόχοι αυτοί ξεχωριστά για την αξιολόγηση παιδιών και για την αξιολόγηση ενηλίκων.
Ποιοι είναι οι στόχοι της λογοθεραπευτικής αξιολόγησης παιδιών σχολικής και προσχολικής ηλικίας;
Οι στόχοι της λογοθεραπευτικής αξιολόγησης παιδιών σχολικής και προσχολικής ηλικίας των οποίων η ομιλία χαρακτηρίζεται από δυσρυθμίες είναι οι ακόλουθοι:
Διαφοροδιάγνωση παιδιών που εμφανίζουν «φυσιολογικές» δυσρυθμίες και αυτών που τραυλίζουν.
Αξιολόγηση σοβαρότητας τραυλισμού.
Εκτίμηση της πρόγνωσης, δηλαδή πόσο πιθανό είναι το παιδί να σταματήσει να τραυλίζει χωρίς θεραπευτική παρέμβαση.
Συλλογή δεδομένων για το σχεδιασμό κατάλληλων θεραπευτικών στόχων.
Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.
Τι ρωτά ο λογοθεραπευτής τους γονείς;
Βασικός σκοπός της συνέντευξης με τους γονείς είναι η συγκέντρωση πληροφοριών που αφορούν στο παιδί και την ομιλία του, η διερεύνηση των προβληματισμών τους, των συναισθημάτων τους και των αντιλήψεών τους σχετικά με το πρόβλημα ροής της ομιλίας του παιδιού τους, καθώς και των αντιδράσεών τους σε αυτό. Επίσης, βάσει των λεγομένων των γονιών ο κλινικός προσπαθεί να διαμορφώσει μια αδρή εικόνα σχετικά με την επίδραση του τραυλισμού στην επικοινωνία και γενικά τη ζωή του παιδιού.
Η αξιολόγηση συνήθως ξεκινά με τη συμπλήρωση του ιστορικού του παιδιού, το οποίο, ως γνωστόν, αναφέρεται σε διάφορους τομείς όπως είναι: ιστορικό κυήσεως και τοκετού, ιατρικό ιστορικό, οικογενειακό ιστορικό, αναπτυξιακό ιστορικό, κοινωνικοσυναισθηματικό ιστορικό, εκπαιδευτικό/σχολικό ιστορικό κ.τ.λ. Παρ’όλα αυτά, είναι ανάγκη να αναφερθεί ότι έρευνες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στη διάρκεια της κύησης, του τοκετού, του βάρους του νεογνού, και της ηλικίας των γονέων των παιδιών που τραυλίζουν κι αυτών που δεν τραυλίζουν (Berry, 1938). Τέλος, αυτές οι δύο ομάδες παιδιών δε διαφέρουν σημαντικά στo ιατρικό ιστορικό, στην κινητική ανάπτυξη, σε δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης και στην απόκτηση του ελέγχου σφικτήρων (Bloodstein,1995).
Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ιστορικού και της συνέντευξης με τους γονείς είναι οι πληροφορίες που αφορούν στην ομιλία και το λόγο του παιδιού. Εκτός από τα συνηθισμένα ερωτήματα τα οποία περιέχονται σε ένα γενικό λογοθεραπευτικό ιστορικό (π.χ. πότε είπε τις πρώτες του λέξεις.) είναι σημαντικό να υποβάλλονται και πιο ειδικές για τον τραυλισμό ερωτήσεις. Παρακάτω παρατίθεται ενδεικτικά ένα ολοκληρωμένο λογοθεραπευτικό ιστορικό κατάλληλο για αξιολόγηση διαταραχών ροής ομιλίας. Φυσικά, ο κλινικός καλείται κάθε φορά να προσαρμόζει τις ερωτήσεις ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε αξιολόγησης. Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να χρησιμοποιεί ο λογοθεραπευτής στρατηγικές οι οποίες να του εξασφαλίζουν ότι οι γονείς κατανοούν τις ερωτήσεις και δίνουν αξιόπιστες απαντήσεις. Για παράδειγμα, όταν ο γονιός ρωτάται για τις δυσρυθμίες του παιδιού, ο κλινικός μπορεί να του ζητήσει να παραθέσει παραδείγματα.
Εκτός από τη συνέντευξη είναι αρκετά χρήσιμο για τον κλινικό να παρακολουθήσει το παιδί με το γονιό του, καθώς παίζουν ή συζητούν. Είναι γνωστό ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση στον τραυλισμό και δεν ευθύνονται οι γονείς του για αυτό. Παρ‘ όλα αυτά, κατάλληλες τροποποιήσεις στο περιβάλλον του παιδιού μπορεί να βελτιώσουν τη ροή της ομιλίας του. Κατά τη διάρκεια αλληλεπίδρασης του γονιού με το παιδί ο κλινικός παρατηρεί το ρυθμό ομιλίας του γονέα, τις συντακτικές δομές και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και γενικά το επικοινωνιακό του στυλ δηλαδή, εάν κάνει πολλές ερωτήσεις στο παιδί, εάν το διακόπτει, εάν διατηρεί βλεμματική επαφή (κυρίως τη στιγμή της δυσρυθμίας) και πώς αντιμετωπίζει (λεκτικά και μη λεκτικά) τις δυσρυθμίες του παιδιού τη στιγμή που συμβαίνουν (π.χ. εάν συμπληρώνει τις δύσρυθμες φράσεις του, εάν του λέει να σταματήσει να πάρει μια βαθιά ανάσα και να ξαναπεί αυτό που θέλει κ.τ.λ.). Σκοπός αυτού του μέρους της αξιολόγησης είναι η αναγνώριση πιθανών παραγόντων που επηρεάζουν τη ροή ομιλίας του παιδιού, έτσι ώστε στη συνέχεια να μπορούν να τροποποιηθούν από τους γονείς με τη βοήθεια, φυσικά, του κλινικού. Για παράδειγμα, για ορισμένα παιδιά ο γρήγορος ρυθμός ομιλίας των γονιών τους και οι αυξημένες έμμεσες απαιτήσεις τους για χρήση πολύπλοκων συντακτικών δομών μπορεί να λειτουργεί αρνητικά στη διατήρηση ευρυθμίας. Η διαδικασία της αξιολόγησης δεν ολοκληρώνεται με την ανάλυση και εκτίμηση των ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί. Αντίθετα, η ενημέρωση των γονέων παιδιού προσχολικής και σχολικής ηλικίας και του ενήλικα που τραυλίζει αποτελεί το τελευταίο στάδιο της αξιολόγησης.
Σε αυτή τη συνάντηση ο λογοθεραπευτής καλείται να ενημερώσει τους ενδιαφερομένους για τα ευρήματα της αξιολόγησης, να απαντήσει το κύριο ή/και άλλα ερωτήματα των γονιών ή του ίδιου του ατόμου που τραυλίζει (π.χ. «Το παιδί τραυλίζει ή οι δυσρυθμίες του είναι «φυσιολογικές»;, «Ποιος είναι ο βαθμός σοβαρότητας του τραυλισμού»;) και τέλος να προτείνει και να συζητήσει με τους ενδιαφερομένους για πιθανές λύσεις (π.χ. επαναξιολόγηση μετά από 2-3 μήνες, άμεση έναρξη θεραπευτικού προγράμματος κ.τ.λ.).
Η αποτελεσματική θεραπεία του τραυλισμού εξαρτάται από την έγκαιρη συμβουλή του λογοθεραπευτή. Η λογοθεραπευτική παρέμβαση πρέπει να αρχίζει σχετικά σύντομα μετά την εμφάνιση του προβλήματος και οι γονείς πρέπει να εμπλακούν ουσιαστικά και να έχουν ενεργή συμμετοχή στο θεραπευτικό πρόγραμμα.
Κατανοώντας λεπτομερώς τη δυσκολία του παιδιού, θα μπορέσετε να του συμπεριφερθείτε με τρόπο που θα το βοηθήσει να ξεπεράσει τη δυσκολία αυτή.
Πότε πρέπει να ανησυχούν οι γονείς;
Θυμηθείτε ότι:
• οι δισταγμοί και οι επαναλήψεις είναι αρκετά φυσιολογικά στοιχεία στον πρώιμο λόγο ενός παιδιού προ-σχολικής ηλικίας. Τέτοια συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν κάποιο χρονικό διάστημα.
• σε κάποια παιδιά οι ίδιοι δισταγμοί και επαναλήψεις ενδέχεται να μετεξελιχθούν σε παγιωμένο τραυλισμό.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς;
Προσπαθείτε να μη δείχνετε ανυπόμονοι ή ενοχλημένοι από τον τρόπο της ομιλίας του παιδιού σας. Αποδεχτείτε τα κομπιάσματα. Αντιδράστε με τον ίδιο τρόπο είτε το παιδί μιλά φυσιολογικά είτε τραυλίζει. Μην εστιάζετε την προσοχή σας στις επαναλήψεις των συλλαβών που κάνει το παιδί σας, ούτε στους μορφασμούς, που πιθανόν τις συνοδεύουν. Δείξτε στο παιδί σας με τον τρόπο σας, τις εκφράσεις του προσώπου σας, τη γλώσσα του σώματός σας και τις πράξεις σας, ότι προσέχετε αυτό που σας λέει και όχι τον τρόπο με τον οποίο σας το λέει. Διατηρείτε οπτική επαφή, μη δείχνετε ανήσυχοι στο άκουσμα της δυσκολίας. Περιμένετε υπομονετικά και φυσικά έως ότου το παιδί σας ολοκληρώσει τη φράση/τις φράσεις του. Έτσι θα μειώσετε σημαντικά το άγχος του παιδιού σας.
Μην κάνετε παρατηρήσεις όπως: “μίλα πιο αργά”, “χαλάρωσε”, “πάρε βαθιά ανάσα”, “ηρέμησε” ή “σκέψου πρώτα τι θέλεις να πεις”. Τέτοιες συμβουλές δεν παρέχουν καμία μακροπρόθεσμη βοήθεια στο παιδί κι ας φαίνεται ότι μπορεί να “διορθώνουν” τα κομπιάσματα βραχυπρόθεσμα. Προσπαθήστε να μιλάτε εσείς ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ αργά, χωρίς βιασύνη, αλλά όχι τόσο αργά που να φαίνεται αφύσικο! Μιλάτε στο παιδί χωρίς βιασύνη και κάνοντας συχνές παύσεις. Περιμένετε λίγα δευτερόλεπτα (3-4), αφού το παιδί τελειώσει το λόγο του, προτού εσείς αρχίσετε να μιλάτε (αυτό βοηθάει στην επιβράδυνση του γενικού ρυθμού της συνομιλίας). Ο δικός σας αργός, ήρεμος τρόπος ομιλίας θα είναι πολύ πιο αποδοτικός από οποιαδήποτε άσκηση κριτικής ή συμβουλή όπως “μίλα πιο αργά” ή “προσπάθησε πάλι πιο αργά”
Δίνετε αρκετό χρόνο στο παιδί σας να μιλά χωρίς να το διακόπτετε. Όσο κι αν παρασύρεστε να ολοκληρώνετε τις προτάσεις ή να συμπληρώνετε τις λέξεις του, για να το βοηθήσετε, όταν δυσκολεύεται, μην το κάνετε. Μη μιλάτε εκ μέρους του παιδιού σε συζητήσεις με άλλα πρόσωπα. Μη δείχνετε ανήσυχοι, όταν το παιδί μιλάει μπροστά σε κόσμο και τραυλίζει.
Βοηθήστε όλα τα μέλη της οικογένειας στο σπίτι να μάθουν να μιλούν με τη σειρά και να ακούν. Ίσως θα πρέπει να βρεθείτε πολλές φορές στο ρόλο του “τροχονόμου” σε μια οικογενειακή συζήτηση,, ώστε να οργανώσετε τη σειρά των συμμετεχόντων. Όλα τα παιδιά, και ειδικότερα αυτά που τραυλίζουν, βρίσκουν ότι είναι ευκολότερο να μιλούν όταν δεν τα διακόπτουν συχνά και όταν έχουν την προσοχή του συνομιλητή τους.
Μειώστε τον αριθμό των ερωτήσεων που απευθύνετε στο παιδί σας. Τα παιδιά μιλούν με μεγαλύτερη ελευθερία, όταν εκφράζουν τις δικές τους ιδέες απ’ ό,τι, όταν απαντούν στις ερωτήσεις ενός ενήλικα. Αντί να ρωτάτε, απλά σχολιάζετε τα όσα σας είπε το παιδί, δείχνοντάς του με τον τρόπο αυτό ότι το ακούσατε με προσοχή.
Μιλάτε καθαρά, με απλές, μικρές προτάσεις. Μη βομβαρδίζετε το παιδί σας με λόγια.
Σιγουρευτείτε ότι το παιδί σας ξεκουράζεται αρκετά με ύπνο, τρώει καλά και γυμνάζεται/εκτονώνεται. Θέστε σε ισχύ ένα σταθερό ημερήσιο πρόγραμμα που να εξασφαλίζει στο παιδί σας αρκετό χρόνο για ύπνο (μεσημέρι και βράδυ), μια ευχάριστη ώρα φαγητού χωρίς χρονική ή άλλη πίεση, καθώς και αρκετό χρόνο για παιχνίδι. Υποστηρίξτε το παιδί να συνηθίσει να ακολουθεί το πρόγραμμά του, χωρίς άγχος και πίεση.
Δείξτε στο παιδί ότι το αγαπάτε γι’ αυτό που είναι. Τονίστε θετικές πτυχές του εαυτού του και επιβραβεύστε τα μικρά αλλά σημαντικά επιτεύγματά του. Μειώστε την κριτική σας απέναντι στο παιδί που τραυλίζει. Χρησιμοποιήστε τον έπαινο, την ενθάρρυνση και την επιβράβευση αρκετά συχνά σε όλο το διάστημα της αποκατάστασης.
Πάνω από όλα, δώστε στο παιδί σας να αντιληφθεί ότι το αποδέχεστε όπως είναι. Ο δικός σας αργός, ήρεμος τρόπος ομιλίας και τα πράγματα που μπορείτε να κάνετε, για να βοηθήσετε το παιδί να αναπτύξει αυτοπεποίθηση ως ομιλητής μπορούν να του αυξήσουν την ευχέρεια στην ομιλία και να μειώσουν τον τραυλισμό. Η υποστήριξη αυτή προς το παιδί, είτε τραυλίζει είτε όχι, είναι πολύ σημαντική και αποτελεσματική.
Πηγή: paidiatros.com