Η Πρώιμη Παρέμβαση αποτελεί ένα συνδυασμό υπηρεσιών και παροχών για κάθε μικρό παιδί και την οικογένειά του, παρέχεται κατ’ απαίτηση της τελευταίας σε συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του παιδιού, και καλύπτει όλες τις ενέργειες που είναι αναγκαίες να πραγματοποιηθούν όταν το παιδί χρειάζεται υποστήριξη με σκοπό:
– Να διασφαλίσει και να ενισχύσει την προσωπική του ανάπτυξη.
– Να ενδυναμώσει τις ικανότητες της ίδιας της οικογένειας, και
– Να προωθήσει την κοινωνική ένταξη της οικογένειας και του παιδιού, (Peterander, 2008).
Όπως αναφέρει η Ζώνιου-Σιδέρη (2000) τα προγράμματα Πρώιμης Πρέμβασης είναι συνδεδεμένα με το ιδεολογικό φορτίο της Παιδαγωγικής της Ένταξης του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού στις γενικές δομές φοίτησης. Στόχος, λοιπόν, είναι η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών σε ένα παιδί και στην οικογένειά του μέχρι αυτό να ενταχθεί πλήρως στο σχολικό σύστημα και να τελεί υπό της αρμοδιότητας των εκπαιδευτικών φορέων (Ευρωπαϊκός Φορέας για την Ανάπτυξη της Ειδικής Αγωγής, 2005, Δροσινού 2009). Η διάρκεια της παρέμβασης ποικίλλει, ενώ περιλαμβάνει τη διαδικασία από την πρώτη στιγμή που εντοπίζεται και καθορίζεται το πρόβλημα μέχρι την εκπαίδευση και την παρέμβαση. Το πρόγραμμα πραγματοποιείται στο φυσικό περιβάλλον του παιδιού και δομείται από διεπιστημονική ομάδα (κοινωνικό λειτουργό, ειδικό παιδαγωγό, λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, ψυχολόγο, φυσιοθεραπευτή αν κρίνεται αναγκαίο).
Παιδοκεντρικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες στοχεύουν στην καθοδήγηση των γονέων ανάλογα με τη Ζώνη Εγγύτερης Ανάπτυξης του παιδιού τους και στην ολιστική ανάπτυξη του τελευταίου (Τζουριάδου κ.α., 1998). Ηλικιακά μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές παιδιά βρεφικής, νηπιακής ηλικίας τα οποία φέρουν αναπηρίες ή βρίσκονται σε επικινδυνότητα για εμφάνιση αναπτυξιακών αναπηριών. Βιβλιογραφικά, παιδιά που θεωρούνται ότι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία είναι όσα παρουσιάζουν προωρότητα ή έχει προηγηθεί παράταση τοκετού, όσα φέρουν χρόνια προβλήματα υγείας (καρδιακά, επιληψία, κυστική ίνωση, ρευματισμό κ.ο.κ.) ή όσα φέρουν ορθοπεδικές ή νευρολογικές δυσκολίες.
Πιο συγκεκριμένα, τομείς που ελέγχονται για να εντοπιστεί αν ένα παιδί χρειάζεται να λάβει πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης είναι οι παρακάτω:
- Αδρή κινητικότητα
- Λεπτή κινητικότητα
- Αισθητηριακή Αντίληψη
- Αισθητηριακή Ολοκλήρωση
- Επικοινωνία (λόγος, ομιλία)
- Γνωστικός τομέας ανάπτυξης (προγλωσσικές-προμαθητικές γνώσεις, χωρικός-χρονικός προσανατολισμός κλπ)
- Κοινωνικές δεξιότητες- Προσαρμοστική Συμπεριφορά.
Γενικότερα, τα προγράμματα Πρώιμης Παρέμβασης ακολουθούν συγκεκριμένες φάσεις, οι οποίες είναι αλληλένδετες μεταξύ τους. Έτσι, αυτά δομούνται ως εξής:
1η ΦΑΣΗ:
Εντοπισμός Κατάστασης- Οροθέτηση Προβλήματος
Μέσω παρατήρησης αρχικά από την οικογένεια και εν συνέχεια από τη διεπιστημονική ομάδα, εντοπίζονται πρώιμες ενδείξεις που συνδέονται με ανάπτυξη του παιδιού εντάσσοντας τη σε επικινδυνότητα. Πιο εξειδικευμένα διερευνητικά κριτήρια μπορούν να οδηγήσουν στην ανίχνευση του προβλήματος με πιο σαφείς όρους.
2η ΦΑΣΗ:
Καθορισμός Προβλήματος- Διαφοροδιάγνωση
Η διεπιστημονική ομάδα με βάση τα διερευνητικά τεστ και το πρωτόκολλο παρατήρησης σταδιακά οδηγείται στην καταγραφή των συμπτωμάτων και της συχνότητάς τους, ώστε να αποδοθεί πιθανή αιτιολογία εμφάνισης αυτών.
3η ΦΑΣΗ:
Αγωγή και Εκπαίδευση- Παρέμβαση
Με βάση τον εντοπισμό του επιπέδου ανάπτυξης του παιδιού καθορίζονται στόχοι που απευθύνονται στο ίδιο και στο περιβάλλόν του. Ο πρώτος αποδέκτης αυτών εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, καθώς σε πολύ μικρές ηλικίες η παρέμβαση και η καθοδήγηση ξεκινά πρώτα από την οικογένεια. Η παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στην τελευταία είναι βασική συνιστώσα, ώστε η ίδια να αναλάβει ενεργό ρόλο σε όλο το πρόγραμμα και να ενισχύσει τα αποτελέσματά του.
Για να εφαρμοστεί, εν κατακλείδι, ένα πρόγραμμα Πρώιμης Παρέμβασης απαιτείται η υποστήριξή του από θεωρητικό υπόβαθρο, η αξιολόγηση των διαδικασιών του, καθώς και οι γνώσεις και η εμπειρία των ειδικών που συμμετέχουν. Η σπουδαιότητά του είναι πολυποίκιλη και αναφέρεται όχι μόνο σε επίπεδο παιδιού και οικογένειας, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας. Μέσω τέτοιου είδους προγραμμάτων, ενδυναμώνεται το ανθρώπινο δυναμικό της, καθώς συμβάλλει στην ολιστική εκπαίδευση των μελών της από πολύ μικρή ηλικία, δημιουργώντας μακροπρόθεσμα αυτόνομους πολίτες.
Βιβλιογραφικές Αναφορές και Πηγές :
- Δροσινού Μ. (2009), Παιδιά μικρής ηλικίας με Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές (ΔΑΔ) στο φάσμα του αυτισμού (ΦΑ): Η μετάβαση από τις υπηρεσίες Πρώιμης Παρέμβασης (ΠΠ) στο νηπιαγωγείο. Ελεύθερη ανακοίνωση στο Συνέδριο με θέμα «Μετάβαση και συνέχεια στην εκπαίδευση: Αναζητώντας το πλαίσιο για τη συνεργασία παιδιών, νέων, οικογένειας, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και κοινωνικών υπηρεσιών, Ρέθυμνο
- Ευρωπαϊκός Φορέας για την Ανάπτυξη της Ειδικής Αγωγής (2005), «Πρώιμη Παιδική Παρέμβαση. Ανάλυση των καταστάσεων στην Ευρώπη. Βασικές απόψεις και συστάσεις. Συνοπτική Αναφορά»
- Ζώνιου-Σιδέρη Αθ. (2000), ΄Ατομα μς ειδικές ανάγκες και η ένταξή τους, Ελληνικά Γράμματα
- Peterander F. (2008), Early Childhood Intervention at The Start of thw 21st Century-some European Reflections, Early Childhood Intervention in Europe
- Τζουριάδου Μ. & Μπάρμπας Γ. (1999). Ένα πρόγραμμα ενισχυτικής παρέμβασης για εφήβους με σχολικές δυσκολίες. Παρέμβαση στο μαθηματικό συλλογισμό, Πρακτικά Η’ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος και της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων «Σχολική αποτυχία και κοινωνικός αποκλεισμός», σελ. 597-609, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999
Σιαμαντά Βασιλική, Ειδική Παιδαγωγός
Πηγή: www.edra.edu.gr