Η βαρηκοΐα στα παιδιά προκαλεί σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, καθώς και σοβαρές δυσκολίες στις διαδικασίες της μάθησης. Είτε είναι εκ γενετής είτε εμφανίζεται στη διάρκεια των πρώτων χρόνων ζωής, έχει μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με μια βαρηκοΐα επίκτητη στη διάρκεια της ενήλικης ζωής.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι παιδιά με μετρίου βαθμού βαρηκοΐα θα αρθρώσουν την πρώτη τους λέξη κατά μέσο όρο στην ηλικία των 21 μηνών και θα αποκτήσουν πλουσιότερο λεξιλόγιο στην ηλικία των 36 μηνών, ενώ παιδιά με φυσιολογική ακοή αρχίζουν να μιλούν στην ηλικία των 10 μηνών και εμπλουτίζουν το λεξιλόγιο τους στην ηλικία των 18 μηνών. Η μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα σε παιδιά έχει σαν συνέπεια να έχουν προβλήματα στον εντοπισμό του ήχου, στην κατανόηση της ομιλίας, ιδίως σε θορυβώδες περιβάλλον, ενώ η άρθρωση τους υπολείπεται αυτής των παιδιών με φυσιολογική ακοή.
Βασικός παράγοντας για την αποτροπή των σοβαρών επιπτώσεων της βαρηκοΐας στην ανάπτυξη της ομιλίας είναι η πρόληψη και η έγκαιρη διάγνωση, η οποία μπορεί να γίνει ακόμη και για περιπτώσεις κληρονομικής βαρηκοΐας χάρη στην εξέλιξη της μοριακής βιολογίας και την ανάλυση του γενετικού μας κώδικα.
Η έγκαιρη διάγνωση μιας παιδικής βαρηκοΐας συνίσταται στο μαζικό έλεγχο ακοής των νεογνών στα μαιευτήρια τα πρώτα 24ώρα μετά τη γέννηση τους, ενώ κρίνεται απαραίτητος ο επανέλεγχος προκειμένου να διαγνωσθούν τυχόν επίκτητες ή προοδευτικές βαρηκοΐες που αναπτύχθηκαν αργότερα.
Τι προβλήματα δημιουργεί η εκκριτική ωτίτιδα και πως θεραπεύεται;
Μια από τις πιο συνηθισμένες καταστάσεις που επηρεάζουν την ακοή των παιδιών είναι η παρουσία υγρού στο μέσο ους.
Φυσιολογικά, το μέσο ους είναι γεμάτο με αέρα και οι αεροφόροι χώροι του συνδέονται με το πίσω μέρος της μύτης μέσω της στενής ακουστικής σάλπιγγας, ο ρόλος της οποίας είναι:
- Να μεταφέρει αέρα στο μέσο ους.
- Να επιτρέπει στη βλέννα που παράγεται φυσιολογικά μέσα στο μέσο ους να διαφεύγει προς τη μύτη κι έτσι να εμποδίζεται η συσσώρευση.
Μετά από ένα κρυολόγημα, πολλοί υποφέρουν από προσωρινή αδυναμία της ακουστικής σάλπιγγας να απομακρύνει τη βλέννα που παράγεται ως απόκριση προς την ιογενή λοίμωξη. Το αποτέλεσμα είναι να αποφράσσεται το αυτί με τις ακόλουθες πιθανές συνέπειες: πόνος, απώλεια ακοής, αίσθηση ότι ο ασθενής μπορεί να ακούει τη φωνή του (αυτοφωνία). Η κατάσταση αυτή ονομάζεται οξεία μέση εκκριτική ωτίτιδα και συνήθως βελτιώνεται σε διαστήματα λίγων εβδομάδων χωρίς θεραπεία.
Σε ασθενείς που κρυολογούν συχνά ή που είναι αλλεργικοί ή που είναι ευαίσθητοι στους περιβαλλοντικούς ρύπους, όπως ο καπνός του τσιγάρου, είναι δυνατόν να υπάρχει μια συνεχής παραγωγή βλέννας. Αν αυτή αδυνατεί να απομακρυνθεί, το σύστημα του μέσου ωτός αποφράσσεται από τη βλέννα που έχει παγιδευτεί μέσα σε αυτό. Η κατάσταση καλείται «κολλώδες αυτί» – με άλλα λόγια είναι μια χρονιά μέση εκκριτική ωτίτιδα.
Η συγκέντρωση του υγρού στο μέσο ους προκαλεί μια μέτριας βαρύτητας απώλεια ακοής, ωστόσο, αυτό μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην εκμάθηση της ομιλίας σε περίπτωση που η κατάσταση ξεκινά όταν το παιδί είναι πολύ μικρό ή να οδηγήσει σε ανεπαρκή ανάπτυξη των ικανοτήτων στον λόγο και του λεξιλογίου εάν η πάθηση προκύψει σε μεγαλύτερη ηλικία.
Μπορεί να παρατηρηθούν και αλλαγές στη συμπεριφορά και τα παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν απώλεια της προσοχής, να είναι νευρικά και επιθετικά, απόμακρα ή εσωστρεφή. Η εγκατεστημένη χρόνια μέση εκκριτική ωτίτιδα (ΧΜΕΩ) σπάνια είναι επώδυνη, αλλά το έκκριμα μπορεί να μολυνθεί και τότε αναπτύσσονται έντονος πόνος και πυρετός μέχρι να ραγεί ο τυμπανικός υμένας , οπότε και εξέρχεται το βλεννώδες, οργανωμένο πυώδες έκκριμα (οξεία μέση πυώδης ωτίτιδα).
Τα περισσότερα παιδιά με εγκατεστημένη ΧΜΕΩ τελικά επανέρχονται χωρίς θεραπεία, ωστόσο, δεν αναρρώνουν όλα αυτόματα και υπάρχει ένα μικρό ποσοστό (5%), που ξεκινούν με ΧΜΕΩ και συνεχίζουν να έχουν προβλήματα με μεταβολές στον τυμπανικό υμένα, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή νόσο (βλέπε διάτρηση τυμπανικού υμένα και χολοστεάτωμα).
Η χειρουργική επέμβαση συνίσταται στον επαναερισμό του μέσου ωτός με τη βοήθεια ενός μικρού σωληνίσκου αερισμού με διάμετρο περίπου 1,5mm, ο οποίος εισάγεται διαμέσου μιας μικρής τομής που γίνεται στον τυμπανικό υμένα (μυριγγοτομή) και επιτρέπει την είσοδο αέρα στην κοιλότητα του μέσου ωτός, έτσι ώστε η βλέννα να μπορεί να αποχετευτεί διαμέσου της ακουστικής σάλπιγγας. Σε κάποιες περιπτώσεις, η εισαγωγή του σωληνίσκου συνοδεύεται από αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων. Ο σωλινίσκος απορρίπτεται σιγά σιγά από το αυτί, όσο αυτό θεραπεύεται (συνήθης διάρκεια 6-9 μήνες). Πολύ σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ακουστικά για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα.