Συχνά ακούμε τόσο τους γονείς, όσο και τους δασκάλους πως το παιδί «δεν κάθεται» να διαβάσει. Αυτό συνήθως αντιστοιχεί σε άρνηση του παιδιού να διαβάσει τα μαθήματα της επόμενης μέρας στο σπίτι, στη συμμετοχή στην τάξη, ακόμα και στη διάθεσή του να πάει το πρωί στο σχολείο.
Φυσικό επακόλουθο είναι πολλές φορές να αρχίζουμε να «χαρακτηρίζουμε» το παιδί ως «τεμπέλη», «δύσκολο», «αντιδραστικό» ή να λέμε πως απλά «δεν είναι πολύ των γραμμάτων». Κάποιες άλλες φορές πιο ειδικοί, δάσκαλοι ή ακόμα και γονείς, μπορεί να ανησυχήσουν για τις λεγόμενες «μαθησιακές δυσκολίες», για την πολύ-ακουσμένη «δυσλεξία» ή και τη «διάσπαση προσοχής και συγκέντρωσης».
Ποιοι είναι όμως πραγματικά οι λόγοι για τους οποίους ένα παιδάκι δεν κάθεται να διαβάσει και πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως έχουμε καταλάβει σωστά;
Για να ξεκινήσουμε, οφείλουμε να κατανοήσουμε πως κανένα παιδί, σε κανένα σχολείο παγκοσμίως, σε καμία γωνιά του πλανήτη θέλει, επιθυμεί και επιδιώκει να μην μπορεί να αποδώσει στα μαθήματα της τάξης του και να υστερεί σε σχέση με τον μέσο όρο των συμμαθητών του!
Μη βιαστείτε να σκεφτείτε το παιδί σας, το μαθητή σας ή το συμμαθητή που είχατε κάποτε και να θεωρήσετε δεδομένη την ευχαρίστησή του να αποτυγχάνει, μόνο και μόνο επειδή εσείς βλέπετε/βλέπατε ένα παιδί αδιάφορο. Πρέπει να είμαστε ωριμότεροι και να σκεφτούμε απλά, αλλά και πέρα από την πρώτη εικόνα: υπάρχει αλήθεια κάποιος που αρέσκεται στο να είναι τελευταίος στη μια και μοναδική ομάδα που ανήκει, να τον κοροϊδεύουν όλοι, να τσακώνεται με τους γονείς του συνέχεια και να αισθάνεται «χαζός»;
Τώρα λοιπόν που με την απλή μας λογική αποκλείσαμε τους προφανείς (και συνήθως λάθος) λόγους όπως τεμπελιά, αδιαφορία, επιλογή, κλπ, ας δούμε τι πραγματικά μπορεί να συμβαίνει σε ένα παιδί που δεν κάθεται να διαβάσει. Για να γίνει αυτό εφικτό θα μας βοηθήσει η ερώτηση «γιατί;». Όταν επιμένουμε ότι κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, τότε πρέπει να γνωρίζουμε δυο πράγματα:
- Αν μπορεί
- Αν θέλει
Στην πρώτη περίπτωση λοιπόν, έχουμε το παιδί που δε μπορεί να κάτσει να διαβάσει και ένα ακόμα «γιατί;» θα μας δείξει την αιτία, αλλά αυτομάτως και τη λύση!
Αν για παράδειγμα το παιδί δεν μπορεί να κάτσει να διαβάσει γιατί έχει κάποια μαθησιακή δυσκολία και του είναι όλα δύσκολα με τον κλασσικό τρόπο εκπαίδευσης, τότε με την κατάλληλη εξειδικευμένη βοήθεια, όλα θα γίνουν πιο εύκολα, το παιδί θα μάθει πως μπορεί να τα καταφέρει και σύντομα θα πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε τη διαφορά.
Αν το παιδί δεν μπορεί να διαβάσει γιατί έχει πολλά κενά από το παρελθόν και του φαίνονται όλα βουνό, τότε με βοήθεια και οργάνωση από γονείς ή δασκάλους, θα ανακτήσει την αυτοπεποίθηση και την ελπίδα ότι μπορεί να καλύψει τις δυσκολίες του και σύντομα θα αποκτήσει ξανά το ενδιαφέρον για τα μαθήματά του.
Αν το παιδί δεν μπορεί να διαβάσει γιατί δε ξέρει πώς να οργανώνει τα μαθήματά του, την ύλη του, το χρόνο του και τα πράγματά του. Δεν χρειάζεται να τα θεωρούμε όλα δεδομένα! Δεν είναι λίγες οι φορές που διαπιστώνουμε πως πράγματα που θεωρούσαμε εμείς δεδομένα δυσκόλεψαν τα παιδιά, χωρίς να το περιμένουμε. Είναι άδικο για όλη την οικογένεια να λέει κάποιος το ίδιο πράγμα 100 φορές! Έχουμε πει και άλλες φορές πως αν κάτι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό από ένα παιδί, ή αλλάζουμε τον τρόπο που το λέμε ή πάμε ένα βηματάκι πίσω. Ίσως σε παρόμοιες περιπτώσεις, χρειάζεται να ξεκινήσουμε να βοηθούμε το παιδί από την οργάνωση του χρόνου και της ύλης του.
Αν πάλι το παιδί δεν μπορεί να κάτσει να διαβάσει γιατί πολύ απλά, δεν έχει μάθει να κάθεται, οφείλουμε να το δούμε και να το διορθώσουμε! Συχνά, ειδικά στις πρώτες τάξεις του σχολείου, οι γονείς ξεκινούν να έχουν απαιτήσεις που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ποτέ από τα παιδιά. Όταν λοιπόν ένα παιδί έχει μάθει πως δε χρειάζεται να κάθεται κάπου συγκεκριμένα, δεν έχει οργανωμένο πρόγραμμα, δεν υπάρχουν συνέπειες αν κάτι δε γίνει σωστά μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, τότε ξαφνικά δεν μπορούμε να απαιτούμε να αυτό-οργανωθεί και να γίνει διεκπεραιωτικό και συνεπές, μόνο και μόνο επειδή πήγε στο σχολείο.
Αν το παιδί δεν μπορεί να διαβάσει γιατί δεν καταφέρνει να συγκεντρωθεί, τότε πρέπει να διερευνήσουμε αν το απασχολεί κάτι, αν ο χώρος μελέτης είναι κατάλληλος, αν υπάρχει θορυβώδες περιβάλλον ή ακόμα αν υπάρχει κάποια εγγενής δυσκολία συγκέντρωσης.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το παιδί δε θέλει να κάτσει να διαβάσει;
Εδώ χρειάζεται περεταίρω παρατήρηση και διερεύνηση, καθώς τι θέλει και τι δε θέλει ένα παιδί εξαρτάται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες.
Είναι γεγονός πως έχουμε δει περιπτώσεις παιδιών που χρησιμοποιούν την αποτυχία στα μαθήματα ή την προκλητική συμπεριφορά στο σπίτι για να τραβήξουν την προσοχή από μια «αναταραχή» (πχ. ένα διαζύγιο, μια δύσκολη περίοδο, ένα αδερφάκι, ένας γονιός που λείπει πολύ, κλπ). Υπάρχουν παιδιά που δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία διαβάσματος γιατί οι δυσκολίες τους είναι (ή νομίζουν πως είναι) τόσο μεγάλες που δεν θα τα καταφέρουν να τις βάλουν ποτέ σε σειρά. Αυτά τα παιδιά αναγκάζονται με ένα τρόπο να επιλέξουν έναν άλλο ρόλο, προκειμένου να «επιβιώσουν» σα ξεχωριστές προσωπικότητες μέσα στην τάξη, αυτόν του κακού ή άτακτου μαθητή. Επίσης, υπάρχει και η περίπτωση της αποφυγής. Όταν ένας μαθητής αρνείται να κάτσει να διαβάσει, οι γονείς διαπραγματεύονται, περνάει χρόνος, γίνονται τα μισά, κλπ, τότε το παιδί με αρχικό κίνητρο να αποφύγει τα μαθήματα έχει πετύχει τον στόχο του, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες να επαναλάβει αυτήν τη συμπεριφορά, δηλαδή την άρνηση.
Καλό θα είναι για να είμαστε σίγουροι ως προς το τι συμβαίνει στο παιδί μας, να έχουμε κάνει καλή παρατήρηση των συνθηκών, να έχουμε καλή και συχνή επικοινωνία με το δάσκαλο και να παίρνουμε πάντα τη γνώμη των ειδικών όταν έχουμε δεύτερες σκέψεις. Η άρνηση για τα μαθήματα και το σχολείο μπορεί να προέρχεται από την απουσία οριοθέτησης του παιδιού, μέχρι και το σχολικό εκφοβισμό από κάποιον συμμαθητή του ή ακόμα και από σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες.
Το σχολείο αποτελεί το πιο σημαντικό περιβάλλον του παιδιού μετά την οικογένεια και γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να συσχετίζεται με καλές εικόνες, ευχάριστα συναισθήματα και ολιστική γνώση.
Πηγή: blog.nowdoctor.gr