Ένας από τους σημαντικότερους στόχους κάθε γονέα είναι να μεγαλώσει τα παιδιά του με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν ανεξάρτητα, αυτόνομα άτομα, με βούληση και αυτοπεποίθηση. Να δημιουργήσει ανθρώπους που, μεγαλώνοντας, θα μπορέσουν να «αποχωριστούν» το πατρικό σπίτι και την οικογένεια, πρακτικά και ψυχολογικά, και να ανοίξουν τα δικά τους φτερά.
Αναμφισβήτητα, τα παιδιά, από τη γέννηση τους και για αρκετά χρόνια, βασίζονται στους γονείς τους για την κάλυψη πλήθους αναγκών, βιολογικών, ψυχολογικών και πνευματικών. Ως βρέφη, είναι απόλυτα εξαρτημένα από τη μητέρα τους, ή τον άνθρωπο που αναλαμβάνει την φροντίδα τους, για την επιβίωσή τους και την κάλυψη όλων των φυσικών και συναισθηματικών τους αναγκών.
Καθώς μεγαλώνουν, προοδευτικά αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία στα θέματα της βασικής φροντίδας του εαυτού τους, αλλά συνεχίζουν να έχουν ανάγκη την αγάπη, την προστασία, την καθοδήγηση και την υποστήριξη των γονιών τους. Στην εφηβεία και οδεύοντας προς την ενηλικίωση, τα παιδιά αποκτούν σταδιακά μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τους γονείς σε όλες τις πτυχές της ζωής τους.
Αυτή η διαδικασία της ανεξαρτητοποίησης και του «αποχωρισμού» από την αρχική οικογένεια, προετοιμάζει τα παιδιά για την συνδιαλλαγή και δημιουργία συναισθηματικών δεσμών με άτομα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος και, γενικότερα, για τις απαιτήσεις της ενήλικης ζωής.
Όμως, αν και φυσιολογική, αυτή η προοδευτική πορεία δεν είναι προδιαγεγραμμένη, ούτε δεδομένη. Συχνά μάλιστα, σαμποτάρεται από την συμπεριφορά των ίδιων των γονιών που, άθελα τους, από άγνοια ή ορμώμενοι, ασυνείδητα, από δικές τους συναισθηματικές ανάγκες ή δυσκολίες, εμποδίζουν τα παιδιά τους να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους.
Πώς καταλαβαίνουμε αν τα παιδιά μας είναι ανεξάρτητα;
Τα παιδιά που είναι ανεξάρτητα έχουν αυτοπεποίθηση, πιστεύουν στις ικανότητες τους και μπορούν να φροντίζουν τον εαυτό τους. Η πίστη στον εαυτό τους δεν εξαρτάται από την γνώμη ή την επιδοκιμασία των άλλων. Έχουν δική τους άποψη, δικά τους όνειρα και στόχους, έχουν εσωτερικά κίνητρα που τα ωθούν να επιτύχουν τους στόχους τους, και δεν χρειάζονται την παρότρυνση ή την πίεση άλλων προκειμένου να κινητοποιηθούν.
Τα ανεξάρτητα παιδιά αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη ζωή τους, για τις σκέψεις τους, τις πράξεις και τα συναισθήματα τους – η ευτυχία τους, δεν εξαρτάται από τους άλλους. Λαμβάνουν υπόψη την γνώμη και την καθοδήγηση μας, αλλά παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις. Όλες αυτές οι ικανότητες αναπτύσσονται και διαμορφώνονται σταδιακά και εφαρμόζονται στο πεδίο και στο βαθμό που αρμόζει ανά ηλικία, ξεκινώντας από τη νηπιακή ηλικία.
Η ανεξαρτησία δεν είναι κάτι που τα παιδιά μπορούν να κερδίσουν μόνα τους. Δεν έχουν ούτε την εμπειρία, ούτε την προοπτική, ούτε τις ικανότητες που χρειάζονται για να αναπτύξουν αυτονομία, χωρίς την βοήθεια και την ενθάρρυνση των γονιών. Η ανεξαρτησία είναι ένα πολύτιμο δώρο που μπορούν να δώσουν οι γονείς στα παιδιά τους, το οποίο θα διατηρήσουν για όλη τους τη ζωή.
Πώς μεγαλώνει, λοιπόν, κανείς ανεξάρτητα παιδιά;
Σίγουρα, δεν υπάρχει μαγική συνταγή, ούτε μία μέθοδος που να ταιριάζει σε όλους. Υπάρχουν, όμως πολλά, μικρά, απαραίτητα συστατικά για την ανάπτυξη της ανεξαρτησίας, που μπορούμε να εφαρμόζουμε στην καθημερινή μας ζωή ως οικογένεια.
Δίνουμε στα παιδιά αγάπη – χωρίς προϋποθέσεις
Δεν χρησιμοποιούμε την αγάπη μας σαν «τρόπαιο» για το παιδί, ούτε θετικά για την ενθάρρυνση μιας επιθυμητής συμπεριφοράς (μπράβο που έφαγες όλο σου το φαγητό, είσαι το καλύτερο παιδί, γι’ αυτό σ’ αγαπώ τόσο πολύ) και, βέβαια, ούτε αρνητικά, ως αντικίνητρο για κάποια μη επιθυμητή συμπεριφορά (Αν δεν σταματήσεις να γκρινιάζεις, δεν θα σε αγαπάω). Τα παιδιά πρέπει να ξέρουν και να αισθάνονται σίγουρα ότι οι γονείς τους τα αγαπούν για αυτό που είναι και ότι αυτό δεν αλλάζει ότι κι αν συμβεί, ότι κι αν κάνουν ή δεν κάνουν.
Δείχνουμε εμπιστοσύνη στις ικανότητες τους
Αφήνουμε τα παιδιά να κάνουν πράγματα, κατάλληλα για την ηλικία τους, μόνα τους, όπως π.χ. να ντυθούν μόνα τους, να μαζέψουν τα παιχνίδια τους, να πληρώσουν στο περίπτερο, να βγάλουν τον σκύλο βόλτα στη γειτονιά. Ακόμα κι αν τις πρώτες φορές που θα δοκιμάσουν να ολοκληρώσουν μία δουλειά ή δραστηριότητα, δεν την κάνουν καλά, είναι σημαντικό να τα αφήσουμε να προσπαθήσουν ξανά και ξανά και να επαινέσουμε την προσπάθεια τους.
Είναι εξίσου, σημαντικό να μην βλέπουν απογοήτευση ή εκνευρισμό στα μάτια μας, όταν δεν καταφέρνουν κάτι καλά. Τα παιδιά, ειδικά στην νηπιακή ηλικία, θα αντιληφθούν την «επιτυχία» ή την «αποτυχία» τους, μέσα από την αντίδραση των γονιών ή των άλλων οικείων τους. Με εξάσκηση, θα βελτιωθούν και θα τα καταφέρουν. Σταδιακά, θα διαπιστώνουν έμπρακτα τις δυνατότητες τους, θα αισθανθούν υπερηφάνεια όταν τα καταφέρνουν μόνα τους και θα αναπτύξουν την αυτοπεποίθηση και την αυτονομία τους.
Για τα παιδιά, από τη βρεφική κιόλας ηλικία, η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους καθρεφτίζεται μέσα από τα μάτια των οικείων τους, και κυρίως των γονιών τους. Αν οι γονείς πιστεύουν ότι το παιδί τους είναι ικανό, νιώθει κι εκείνο ικανό, αν πιστεύουν ότι είναι έξυπνο, νιώθει κι εκείνο έξυπνο. Πολλές φορές, μάλιστα, τα παιδιά προσαρμόζουν τις αντιδράσεις τους στις προσδοκίες ή αντιλήψεις των γονιών τους, δημιουργώντας έτσι μία κατάσταση που μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα σημαντικό να δείχνουμε στα παιδιά ότι πιστεύουμε στις ικανότητές τους και με λόγια, αλλά και έμπρακτα, με το να τα αφήνουμε να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις και να κάνουν πράγματα μόνα τους.
Ενθαρρύνουμε τα παιδιά να ανακαλύψουν τον «έξω» κόσμο
Όταν τα παιδιά είναι μικρά, έχουν τη συνεχή προσοχή μας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια τους. Αυτή η φροντίδα, τα κάνει να αισθάνονται ασφαλή και να ξέρουν ότι μπορούν πάντα να επιστρέφουν στην ασφάλεια και την προστασία του σπιτιού και της οικογένειας τους, όταν το χρειαστούν.
Υπάρχει, όμως, μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ασφάλεια και στην εξάρτηση. Όταν έχει, επομένως, εδραιωθεί στα παιδιά αυτή η αίσθηση ασφάλειας, τότε πρέπει να τα ενθαρρύνουμε, να τα «σπρώχνουμε» να ανακαλύψουν τον κόσμο, πέρα από το «δίχτυ προστασίας» που προσφέρει ο οικογενειακός περίγυρος. Αυτή η ώθηση, βοηθά τα παιδιά να δοκιμάσουν τις δυνατότητες τους στον «πραγματικό κόσμο» και να αναπτύξουν μία εσωτερική αίσθηση ικανότητας, ασφάλειας και ανεξαρτησίας.
Δίνουμε στα παιδιά ελευθερία και επιλογές
Δεν χρειάζεται κάθε στιγμή και δραστηριότητα των παιδιών μας να είναι προγραμματισμένη και προαποφασισμένη. Είναι πολύ σημαντικό, σε κάθε ηλικία, τα παιδιά να έχουν αρκετό ελεύθερο χρόνο που να μπορούν να τον διαθέσουν όπως θέλουν –να παίξουν ότι θέλουν, με ή χωρίς παιχνίδια, με όποιον θέλουν ή και μόνα τους, όσο θέλουν και όπως θέλουν. Σίγουρα θα κανονίσετε και παιχνίδι με φίλους κάποιες ώρες την εβδομάδα, ή μαθήματα μπαλέτου, κολύμβησης ή χρόνο για να διαβάσετε μαζί παραμύθια.
Επιβάλλεται, όμως, κάθε μέρα να αφήνουμε για τα παιδιά ελεύθερο χρόνο που να μπορούν να αποφασίσουν εκείνα τι θα κάνουν (αν θέλουν να παίξουν με κάποιο παιχνίδι τους ή να διαβάζουν ένα βιβλίο, να φτιάξουν μια φανταστική ιστορία, να περιεργαστούν τα λουλούδια στον κήπο ή και απλά να χαζεύουν το ταβάνι), χωρίς δομή, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς παρεμβάσεις (παρά μόνο, φυσικά, όσον αφορά στην ασφάλεια τους).
Πέρα όμως και από το παιχνίδι, είναι πολύ σημαντικό να δίνουμε στα παιδιά επιλογές (όσο είναι μικρά λίγες, για να μην πελαγώνουν), ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα – θέλεις να βάλεις το κόκκινο φόρεμα ή το ροζ κολάν;, θέλεις παγωτό φράουλα ή σοκολάτα;, να πάμε πρώτα στην παιδική χαρά και μετά για παγωτό ή το ανάποδο;, ποιο παραμύθι θέλεις να διαβάσουμε σήμερα; κλπ.
Με αυτό τον τρόπο, θα μάθουν να παίρνουν αποφάσεις, να αισθάνονται ότι έχουν ελευθερία επιλογής, ότι έχουν έλεγχο πάνω στη ζωή τους και, βεβαίως, εν τέλει, θα μάθουν να αναλαμβάνουν και την ευθύνη των αποφάσεων τους (Δεν μου αρέσει αυτό το παγωτό! – Μα, αγάπη μου, αυτό διάλεξες. Την επόμενη φορά μπορείς να διαλέξεις κάτι άλλο αφού δεν σου άρεσε.). Η ανεξαρτησία στο παιχνίδι και στην καθημερινή ζωή οδηγεί σε ανεξαρτησία και στα υπόλοιπα πεδία της ζωής.
Τα αφήνουμε να απογοητευθούν και να αποτύχουν
Όσο επίπονο κι αν είναι ορισμένες φορές για τους γονείς, για τα παιδιά είναι πολύ σημαντικό να μάθουν να «τα βγάζουν πέρα» μόνα τους. Να συναντούν δυσκολίες, να μην ξέρουν πώς να καταφέρουν κάτι που θέλουν, να προσπαθούν, να αποτυγχάνουν …και να ξαναπροσπαθούν. Ότι κάνει, δηλαδή, ένας -υγιείς- ενήλικας στην πραγματική ζωή.
Δεν εννοούμε φυσικά, να αφήνουμε τα παιδιά μας να υποφέρουν άσκοπα, ούτε να φτάνουν σε καταστάσεις εκτός ελέγχου, αλλά μέσα στα φυσιολογικά όρια της καθημερινής ζωής, είναι σκόπιμο να τους δώσουμε τον χώρο και τον χρόνο να αντιμετωπίζουν καταστάσεις μόνα τους, να μάθουν να μην φοβούνται την αποτυχία και να προσπαθούν ξανά και ξανά.
Αφήνουμε τα παιδιά να διαχειρίζονται τις συγκρούσεις (με άλλα παιδιά) μόνα τους
Εκτός κι αν δούμε την κατάσταση να βγαίνει εκτός ελέγχου, ή απειλείται ή ασφάλεια τους, καλό είναι να αφήνουμε τα παιδιά να διαχειρίζονται τις διαφωνίες και τους καυγάδες τους με άλλα παιδιά, μόνα τους.
Το να μάθουν να διαχειρίζονται αρνητικές καταστάσεις ή συγκρούσεις είναι απαραίτητο για να μπορέσουν να κοινωνικοποιηθούν επιτυχημένα και να μπορέσουν, μεγαλώνοντας, να εφαρμόσουν τις ίδιες ικανότητες διαχείρισης και σε άλλες αντίστοιχες καταστάσεις – στη διαφωνία με έναν συνάδελφο, στην διαχείριση μίας δύσκολης ή ανεπιθύμητης κατάστασης ή στη σύγκρουση με τον/την σύντροφο τους.
Αυτό προϋποθέτει βέβαια ότι τους έχουμε δώσει τα βασικά εφόδια. Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε μέσα στην οικογένεια τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις (είτε τις δικές μας με τα παιδιά, είτε ανάμεσα στο ζευγάρι) αποτελεί τον τρόπο που θα μάθουν και τα παιδιά, μέσω της παρατήρησης και της μίμησης του προτύπου των γονιών.
Μιλάμε στα παιδιά φυσικά και τους δείχνουμε σεβασμό
Για τα παιδιά είναι πολύ σημαντικό να εισπράττουν τον σεβασμό μας και να ξέρουν ότι «υπολογίζουμε» την γνώμη τους, τις σκέψεις τους, τις επιθυμίες τους και τα συναισθήματα τους. Όταν συζητάμε με τα παιδιά, ακούμε προσεκτικά και προσπαθούμε να καταλάβουμε τι αισθάνονται και τι πραγματικά θέλουν να μας πουν. Όταν, για παράδειγμα, θα ρωτήσουμε την κόρη μας πώς ήταν η μέρα της, πρέπει να έχουμε τον χρόνο και την διάθεση πραγματικά να ακούσουμε και να καταλάβουμε τι μας λέει.
Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να πάρουμε μία τυπική απάντηση και να χάσουμε την επικοινωνία με το παιδί μας. Αν, για παράδειγμα, απαντήσει ότι δεν πέρασε καλά, ρωτάμε γιατί και δείχνουμε σεβασμό για τα συναισθήματα του παιδιού, όσο ασήμαντη κι αν φαίνεται η αιτία.
Αν, για παράδειγμα, η απάντηση είναι Δεν πέρασα ωραία γιατί η Κατερίνα δεν ήθελε να παίξει μαζί μου και πήγε να παίξει κυνηγητό με τα άλλα παιδιά, δεν μειώνουμε το συναίσθημα ή την σημασία που είχε αυτό για το παιδί μας, λέγοντας Ε, και τι έγινε, γιατί δεν έπαιζες κι εσύ κυνηγητό;. Ούτε βέβαια μεγαλοποιούμε την κατάσταση.
Η καλύτερη αντιμετώπιση είναι να προσπαθήσουμε να καθοδηγήσουμε το παιδί μας να καταλάβει –και να καταλάβουμε κι εμείς μαζί του- τι ήταν αυτό που πραγματικά το στεναχώρησε. Μπορούμε π.χ. να απαντήσουμε «Φαίνεται ότι σε στεναχώρησε πολύ αυτό» και να ακούσουμε προσεκτικά την συνέχεια. Αν δεν υπάρχει κάποια μεγαλύτερη αιτία, είναι πιθανό να μπορέσει να επεξεργαστεί μέσα από τη συζήτηση το συναίσθημα της και να νιώσει καλύτερα.
Αυτό που έχει πραγματική αξία είναι να μιλάμε στα παιδιά μας με τρόπο που να τους μεταδίδει σεβασμό για τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους, εδραιώνοντας έτσι την πεποίθηση τους ότι έχουν αξία, ότι σεβόμαστε και εμπιστευόμαστε την κρίση και την αντίληψη τους. Έτσι, εδραιώνουμε την αυτοπεποίθηση τους και τα παροτρύνουμε να σκέφτονται ανεξάρτητα και να έχουν το θάρρος της γνώμη τους.
Προσφέροντας στα παιδιά ευκαιρίες να αναπτύξουν αυτοπεποίθηση, υπευθυνότητα και ανεξαρτησία μέσα στο ασφαλές περιβάλλον της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας, τα προετοιμάζουμε ώστε, μεγαλώνοντας, να εξελιχθούν σε αυτόνομα και ικανά μέλη της κοινωνίας και τους δίνουμε εφόδια για να γίνουν ευτυχισμένοι ενήλικες.
Αν διστάζουμε να εμπιστευτούμε τα παιδιά μας, δυσκολευόμαστε να μην έχουμε τον απόλυτο έλεγχο σε ό,τι τα αφορά ή να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά μαζί τους, αξίζει να αναρωτηθούμε και να διερευνήσουμε ποιες πτυχές των δικών μας βιωμάτων και πεποιθήσεων μπορεί να είναι η αιτία.
Πηγή: psychologynow.gr